Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ο Θάνατος του Εμποράκου ή Η Οδύσσεια ενός μικρού καφέ


Αθήνα, 29.01.2014
Αγαπητέ κύριε,
Είναι μάλλον γνωστό ότι το να επιχειρήσει κανείς να ξεκινήσει μια μικρή επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα ισοδυναμεί πραγματικά με έναν μικρό Γολγοθά. Έτσι ήταν πάντα.
Όμως η κρίση που θα έπρεπε θεωρητικά να οδηγήσει σε άρση των παθογενειών, απλούστευση των διαδικασιών και βελτίωση του γενικότερου πλαισίου επιχειρηματικότητας, ανέδειξε αντίθετα και νέες δυσκολίες.
Έτσι, είναι ακόμη αδιανόητο πως 200 μέρες μετά την αρχική αίτηση έγκρισης λειτουργίας ενός μικρού καφέ στο κέντρο της Αθήνας αυτό δεν έχει γίνει ακόμη εφικτό. Ένα πλήθος εμπλεκομένων δημόσιων υπηρεσιών (Δήμος Αθηναίων, Διεύθυνση Υγειονομικού Ελέγχου, Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Αθηναίων, Εφορεία Αρχαιοτήτων, Αστυνομία, Δ.Ο.Υ., Πυροσβεστική Υπηρεσία, Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής), περίπου 50 διαφορετικά έντυπα και άπειρος αριθμός αλληλοαναιρούμενων νομικών διατάξεων, συνιστούν την αριθμητική του θανάτου της μικρής επιχειρηματικότητας.
Και όπως πάντα συμβαίνει, η πολυνομία και η γραφειοκρατία είναι το καταλληλότερο θερμοκήπιο για τη ραγδαία μεγέθυνση όχι μόνο της διαφθοράς αλλά και της μαφιόζικης εγκληματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, οι διαδικασίες που θεωρητικά θεσμοθετούνται για την εξασφάλιση της ευνομίας στη λειτουργία μιας κοινωνίας, καθίστανται εργαλεία άσκησης εγκληματικών πρακτικών, υποθηκεύοντας εν τέλει τον ίδιο το σκοπό της σύστασης τους.
Ας δούμε τα πραγματικά γεγονότα.
Το μικρό καφέ διαστάσεων μόλις 17 τ.μ. έλαβε προ-έγκριση λειτουργίας από τον Δήμο Αθηναίων τον Μάιο 2013 και έσπευσε να λειτουργήσει, παρατύπως ίσως, αλλά κατά την συνήθη πρακτική εκατοντάδων ανάλογων επιχειρήσεων, αφού στο ίδιο διάστημα έσπευσε να συγκεντρώσει το πλήθος των απαιτούμενων για την άδεια δικαιολογητικών.
Κατά την λειτουργία του αυτή, μια καλά στημένη τιμολογιακή πολιτική, μια διαφορετική αισθητική του χώρου και το σοβαρό management που σέβεται τον καταναλωτή, οδήγησαν στην ταχύτατη αύξηση των πωλήσεων του μικρού καφέ. Ο ανταγωνισμός ενοχλήθηκε αδυνατώντας να αντιληφθεί πως ένας τόσο μικρός χώρος, θα μπορούσε να είναι και τόσο αποτελεσματικός. Η κρίση άλλωστε είχε ήδη περιορίσει αρκετά την αγοραστική «πίτα» στην περιοχή. Έτσι τέθηκε σε λειτουργία ο γνωστός μηχανισμός «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα».
Στην αρχή και σε καθημερινή βάση, μερικές πεταμένες σύριγγες, βαμβάκι και κέτσαπ βρίσκονταν πεταμένα στην είσοδο του μικρού καφέ, στήνοντας ένα θεατρικό σκηνικό χρήσης ναρκωτικών και μάλιστα συνοδευόμενων από ακατάσχετες αιμορραγίες «σάλτσας ντομάτας ή σιροπιού βύσσινου». Ο στόχος προφανής. Η ταύτιση του καταστήματος με τη χρήση και η ως εκ τούτου αποδυνάμωση της εικόνας του, στα μάτια των διερχόμενων περιοίκων-καταναλωτών. Μα και πάλι χωρίς αποτέλεσμα, καθώς τόσο η ιδιοκτήτρια όσο και οι πελάτες αντιμετώπιζαν αν μη τι άλλο με χιούμορ τις ενέργειες αυτές.
Σειρά είχε τώρα η ενεργοποίηση άλλων ισχυρότερων μηχανισμών. Δεκάδες καταγγελίες άρχισαν να βομβαρδίζουν τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Άγνωστο πλήθος καταγγελιών έλαβε η αρμόδια Διεύθυνση Υγειονομικού, ενώ ανάλογη βροχή δέχτηκαν οι υπόλοιπες εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Επιπλέον διάφορες επιστολές «αγανακτισμένων πελατών»στέλνονταν στον ημερήσιο τύπο και στη συνέχεια εκοινοποιούντο στις υπηρεσίες, διαμορφώνοντας ένα εξαιρετικά αρνητικό κλίμα σε βάρος της επιχείρησης.
Μα ποιοι έκαναν τις καταγγελίες; Υπήρχαν πράγματι δεκάδες αγανακτισμένοι πελάτες και περίοικοι που είχαν ενοχληθεί τόσο πολύ από τη λειτουργία του καταστήματος, ώστε να ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά στην καθημερινότητα τους με τη σύνταξη και την αποστολή των καταγγελιών; Και τι αφορούσαν οι καταγγελίες; Υπήρχε άραγε κάποια βάση στην τεκμηρίωση τους;
Μια από τις καταγγελίες που είχε υποβληθεί από κάποιο Σύλλογο Πολιτών της περιοχής αφορούσε -ούτε λίγο ούτε πολύ- στη δωροδοκία των αρμόδιων ελεγκτών της υγειονομικής υπηρεσίας. Την καταγγελία υπέγραφε ο εκπρόσωπος του συλλογικού φορέα και περιέγραφε με ζουμερές λεπτομέρειες τη συνάντηση της ιδιοκτήτριας της επιχείρησης με τους «διεφθαρμένους» επόπτες δημόσιας υγείας. Μα όμως, τί έκπληξη! Η διεύθυνση του καταγγέλοντος τοπικού φορέα αντιστοιχούσε σε υπαίθριο χώρο στάθμευσης και ο υπογράφων ήταν απλά ανύπαρκτος. Παράλληλα ημερήσια εφημερίδα δημοσίευσε επιστολή αγανακτισμένου αναγνώστη, κάποιου φοιτητή, με το ίδιο πάνω-κάτω περιεχόμενο.
Οι υπόλοιπες καταγγελίες και αυτές από ανύπαρκτα πρόσωπα και ανύπαρκτους φορείς ήταν γεμάτες από εξίσου ανυπόστατα έως αστεία επιχειρήματα.
Μόνο μερικές απ’ αυτές έφεραν την υπογραφή ιδιοκτήτη γειτνιάζοντος βιβλιοπωλείου, γνωστού για τις σχέσεις του με άλλα ανταγωνιστικά καφέ και εμφανιζόμενου ως τηλεπαρουσιαστή στον τηλεοπτικό σταθμό High.
Στο αναμεταξύ η επιχείρηση λειτουργούσε με εντυπωσιακά οικονομικά αποτελέσματα και η ιδιοκτήτρια έκρινε σκόπιμο να κατασκευάσει μια δεύτερη τουαλέτα –ως μη όφειλε τυπικά λόγω του μικρού εμβαδού του καταστήματος- για να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις της διαρκώς αυξανόμενης πελατείας. Παρ’ ότι μια τέτοια κατασκευή απαιτούσε την έκδοση ειδικής οικοδομικής άδειας πράγμα που σήμαινε γραφειοκρατικές καθυστερήσεις και επιπλέον έξοδα, η ιδιοκτήτρια πήρε την απόφαση να συνεχίσει στην κατασκευή ανυποψίαστη μάλιστα για όσα συνέβαιναν.
Ώσπου ο βιβλιοπώλης «τηλεπαρουσιαστής», γνωστός και για τις σχέσεις του με τον ακροδεξιό χώρο, κατάφερε να προκαλέσει ολόκληρη εκπομπή σε ραδιοφωνικό σταθμό μεγάλης ακροαματικότητας. Θέμα της «το άβατο των Εξαρχείων» και ειδικότερα η οδός Μεσολογγίου, άντρο ναρκωτικών και αναρχικών, χώρο παρανομιών και αυθαιρεσιών μπροστά στις οποίες μάλιστα οι αρμόδιες αρχές έκλειναν τα μάτια. Εξοργισμένος ο παρουσιαστής της εκπομπής, αναφέρθηκε στις δεκάδες καταγγελίες αγανακτισμένων πολιτών, μεταξύ των οποίων η ένταση της μουσικής, η χωροθέτηση παράνομων τραπεζοκαθισμάτων κι άλλες ανάλογες «ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις» τις οποίες, σύμφωνα με το πνεύμα των λεγομένων του, «μόνο ένας Κασιδιάρης» θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επάρκεια. Βλέπεις, η Χρυσή Αυγή δεν είχε ακόμη χαρακτηριστεί εγκληματική οργάνωση κι η ατζέντα Κασιδιάρη για τη Δημαρχία της Αθήνας, αναζητούσε διακαώς υποστηριχτές.
Στην εκπομπή αναφέρθηκε σχεδόν το σύνολο των καταστημάτων καφέ που ταλαιπωρούσαν με τη ένταση της μουσικής και τα τραπεζοκαθίσματα τους φιλήσυχους αγανακτισμένους περιοίκους, ενώ με παρέμβαση τους ο αρμόδιος Αντιδήμαρχος Αθηναίων και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, δεσμεύτηκαν να πατάξουν τις παρανομίες. Ενώ όμως για τα υπόλοιπα καταστήματα υπήρξαν μόνο γενικές αναφορές, μόνο ένα κατάστημα στοχοποιήθηκε με ακρίβεια τετραγωνικού χιλιοστού, με ακριβείς περιγραφές του εσωτερικού χώρου, τέτοιες ώστε και η επιχείρηση εύκολα να εντοπίζεται από τον αδαή ακροατή αλλά και να δημιουργείται μια εικόνα σωρείας παρανομιών και αυθαιρεσιών που βέβαια ουδεμία σχέση είχαν με την πραγματικότητα του καταστήματος που αποτελεί για την περιοχή κόσμημα υψηλής αισθητικής και υγειονομικής επάρκειας. Απορούσε μάλιστα έκπληκτος ο παρουσιαστής, πως είναι δυνατόν να λειτουργούν τέτοια καταστήματα με εμβαδόν 7 τ.μ. (και όχι 17 τ.μ.που ήταν η αλήθεια) χωρίς ούτε καν προέγκριση, προφανώς χωρίς να φροντίσει να ενημερωθεί σχετικά από τον καλεσμένο του αρμόδιο Αντιδήμαρχο. Η απορία του έφτασε μέχρι του σημείου να διερωτάται για τη στενή σκάλα που οδηγούσε στις τουαλέτες του καταστήματος, όταν την ίδια στιγμή οι ιδιοκτήτες του μικρού καφέ είχαν εξασφαλίσει ακόμη και γι αυτή τη λεπτομέρεια ειδική άδεια από την αρμόδια για το θέμα πυροσβεστική υπηρεσία.
Όμως, όπως ακριβώς ένα μόνο κατάστημα στοχοποιήθηκε, επίσης, μόνο ένα κατάστημα δεν αναφέρθηκε ούτε καν υπαινικτικά στην εκπομπή. Αυτό με το οποίο ο γειτνιάζων και καταγγέλων «τηλεπαρουσιαστής», διατηρούσε άριστες σχέσεις. Τι σύμπτωση!
Κι ύστερα ήρθαν τα Μ.Α.Τ. Δύο διμοιρίες απέκλεισαν την περιοχή, υποστηρίζοντας αστυνομικούς της ασφαλείας που διενήργησαν εξονυχιστικό έλεγχο στα καταστήματα, χωρίς βέβαια να ανακαλύψουν κάτι από τα «εγκληματικά» ευρήματα που είχαν καταγγελθεί.
Κι ύστερα ήρθε η αρμόδια υπηρεσία του Δήμου για να ελέγξει την χωροθέτηση των τραπεζοκαθισμάτων, αλλά ω του θαύματος όλα τα καταστήματα είχαν προ-ειδοποιηθεί από τον καταγγέλλοντα «τηλεπαρουσιαστή» για την ακριβή ημέρα και ώρα του ελέγχου, ώστε να συλλέξουν πριν τον έλεγχο τα όποια πρόσθετα τραπεζοκαθίσματα τοποθετούσαν χωρίς την σχετική άδεια του Δήμου. Ας μην αναφέρουμε ποιο κατάστημα και μόνον δεν είχε προ-ειδοποιηθεί. Εν τούτοις και σ’ αυτή την περίπτωση η «έφοδος των αρχών» έπεσε στο κενό.
Ύστερα ήρθε η Διεύθυνση Υγειονομικού Ελέγχου. Στο αναμεταξύ η άτυχη ιδιοκτήτρια του μικρού καφέ, οδηγούνταν σε όλο και περισσότερες καθυστερήσεις στη συγκέντρωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών για την ολοκλήρωση της άδειας λειτουργίας. Η αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας δεν λειτουργούσε καθώς ήταν Αύγουστος αλλά και τον Σεπτέμβριο η σχετική εγκύκλιος με τις νέες –πρόσφατα αναθεωρημένες- διατάξεις για την έκδοση οικοδομικής άδειας μικρής κλίμακας, δεν είχε ακόμη αποσταλεί στις υπηρεσίες. Έτσι, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Πολεοδομίας, δεν γνώριζαν ακόμη ούτε ποιά θα ήταν η προβλεπόμενη διαδικασία και ούτε ποια τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση της πολυπόθητης οικοδομικής άδειας που θα έδινε την δυνατότητα στο μικρό καφέ να έχει ακόμη μια τουαλέτα. Ως εκ τούτου η κατάθεση του φακέλλου στην αρμόδια υπηρεσία αδειών του Δήμου δεν ήταν εφικτή.
Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 2013 με αστραπιαία απόφαση του αρμόδιου Αντιδημάρχου το μικρό καφέ σφραγίστηκε διακόπτοντας και τυπικά τη λειτουργία του, αν και η ιδιοκτήτρια υπό το φόβο των συνεχών αστυνομικών εφόδων είχε διακόψει ήδη τη λειτουργία του από τις 10 Οκτωβρίου 2013.
Παρ΄ όλα αυτά και ενώ το μένος των καταγγελιών συνέχιζε αμείωτο, άλλο τόσο αμείωτη ήταν και η επιμονή της ιδιοκτήτριας που συνέχιζε να καταβάλλει το ενοίκια και τα λοιπά πάγια λειτουργικά έξοδα ενός καταστήματος που ήταν κλειστό. Η έκδοση της οικοδομικής άδειας ολοκληρώθηκε με επιτυχία, ύστερα από αρκετό χρήμα και χρόνο και στις 19 Δεκεμβρίου 2013 υποβλήθηκε επιτέλους στο Δήμο Αθηναίων ο πλήρης φάκελλος με το σύνολο των δικαιολογητικών. Οι αρμόδιοι υπάλληλοι διενέργησαν τον τυπικό έλεγχο και αφού διαπίστωσαν την πληρότητα του φακέλλου τον απέστειλαν στη Διεύθυνση Υγειονομικού Ελέγχου προκειμένου να προβεί στον επιτόπιο έλεγχο και να χορηγήσει την άδεια λειτουργίας, εάν βεβαίως το κατάστημα πληρούσε τις σχετικές προϋποθέσεις και ήταν σύμφωνο με τα αναφερόμενα στο φάκελλο που είχε υποβληθεί.
Όταν όμως ο Διευθυντής της αρμόδια υπηρεσίας αδειών του Δήμου Αθηναίων αντιλήφθηκε ότι οι υφιστάμενοί του είχαν υποβάλλει το φάκελο στην υπηρεσία υγειονομικού, ζήτησε να επιστραφεί εκ νέου ο φάκελλος για να τον ελέγξει ο ίδιος προσωπικά. Κι έτσι ο φάκελλος επεστράφη στον Δήμο, ο Διευθυντής τον έλεγξε εκ νέου, συμφώνησε με τη γνώμη των υπαλλήλων του και τον υπέβαλλε και πάλι πίσω στη Διεύθυνση Υγειονομικού.
Στο αναμεταξύ, θορυβημένη από την καθυστέρηση η ιδιοκτήτρια και έχοντας πληροφορηθεί πλέον τα των καταγγελιών έσπευσε στη Διεύθυνση Υγειονομικού και ζήτησε με αίτηση της ήδη από 26.11. 2013 να λάβει αντίγραφα των καταγγελιών. Παρόλο όμως ότι εἰχαν ήδη παρέλθει σχεδόν δύο μήνες μέχρι της 09. Ο1.2014, ο αρμόδιος Διευθυντής Υγειονομικού Ελέγχου αρνήθηκε να παραδώσει τις καταγγελίες και της υπέδειξε να απευθυνθεί στον Συμπαραστάτη του Δημότη και της Επιχείρησης του Δήμου Αθηναίων «πετώντας» προφανώς ενοχλημένος από το πείσμα της ιδιοκτήτριας, ένα ποστ ιτ με το τηλέφωνο και το όνομα του Συμπαραστάτη. Μπροστά όμως στην πίεση της να της παραδώσει γραπτώς αυτή του την απάντηση και προφανώς αφού επικοινώνησε με την νομική του υπηρεσία και αντιλήφθηκε το νόμιμο του αιτήματος, αποφάσισε εν τέλει μια εβδομάδα μετά να παραδώσει επιτέλους μέρος μάλλον των καταγγελιών.
Μεταξύ των καταγγελιών η ιδιοκτήτρια, ανακάλυψε -εκτός των αστείων καταγγελιών του γειτνιάζοντα βιβλιοπώλη «τηλεπαρουσιαστή» για την υπερχείλιση της τουαλέτας του- ότι το μεγαλύτερο μέρος υποβάλλεται από έναν ακόμη φορέα αγανακτισμένων πολιτών που είχε τον πομπώδη τίτλο «Όμιλος Πολιτών Αττικής» με έδρα την πολυκατοικία όπου και το κατάστημα βιβλιοπωλείο του καταγγέλλοντος βιβλιοπώλη «τηλεπαρουσιαστή», ενώ η στοιχειώδης έρευνα της απέδειξε ότι δεν υφίσταται νομικά τέτοιος φορέας.
Και ενώ περίμενε υπομονετικά να προσέλθουν για τον προβλεπόμενο έλεγχο του καταστήματος -που παραμένει σφραγισμένο- οι αρμόδιοι επόπτες δημόσιας υγείας και να χορηγηθεί επιτέλους η άδεια λειτουργίας, η Διεύθυνση Υγειονομικού επανήλθε ζητώντας ταχυδρομικά τρία νέα έγγραφα.
Πρώτον βεβαίωση πολιτικού μηχανικού ότι η αποχέτευση της τουαλέτας του καφέ δεν επηρεάζει την τουαλέτα του γειτνιάζοντος βιβλιοπωλείου του καταγγέλλοντος.
Δεύτερον, βεβαίωση της πολεοδομίας ότι ο χώρος του καφέ είναι χώρος κύριας χρήσης αν και με βάση τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις η βεβαίωση αυτή δίνεται από πολιτικό μηχανικό και είχε ήδη συμπεριληφθεί στο σχετικό φάκελλο.
Τρίτο γνωμάτευση από τον Δήμο περί του τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση που ο διαχειριστής μιας πολυκατοικίας δεν συναινεί στην λειτουργία καταστήματος καφέ σ’ αυτήν, όταν την ίδια στιγμή ο φάκελλος που έχει υποβληθεί περιλαμβάνει υπογεγραμμένη -με το γνήσιο της υπογραφής- δήλωση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, ότι η εν λόγω πολυκατοικία δεν έχει διαχειριστή και άρα σύμφωνα με τον νόμο αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος για την συναίνεση ίδρυσης και λειτουργίας του εν λόγω καφέ.
Ενόσω διαρκεί αυτή η τελευταία διαδικασία των νέων αιτημάτων της Διεύθυνσης Υγειονομικού, δηλαδή περίπου έναν μήνα, και ενόσω η Διεύθυνση Πολεοδομίας ισχυρίζεται ότι δεν έχει λάβει ακόμη το σχετικό αίτημα, ο καταγγέλλων βιβλιοπώλης «τηλεπαρουσιαστής» εμφανίζεται και δεν διστάζει να απειλήσει την ιδιοκτήτρια ότι δεν θα την αφήσει να ανοίξει ποτέ, «γιατί έχει βήμα και ανθρώπους και ο λόγος του περνάει» ενώ ο φίλος του ανταγωνιστής, τους προτείνει την εξαγορά του καταστήματος τους.
Στις 15 Ιανουαρίου 2014 η Διεύθυνση Υγειονομικού Ελέγχου επέστρεψε εκ νέου στο Δήμο Αθηναίων το φάκελλο αίτησης αδείας του καφέ, με το αιτιολογικό ότι «η υπηρεσία μας δεν μπορεί να προβεί σε γνωμοδότηση για καταλληλότητα ή ακαταλληλότητα πριν διευκρινιστούν τα τεχνικά-πολεοδομικά θέματα».
Έκτοτε όλοι περιμένουν.
Κάποιοι υπάλληλοι πιθανώς να «τα πάρουν» για να σταματήσουν να κωλυσιεργούν ή λειτουργώντας υπό το κράτος του φόβου λόγω των καταγγελιών. Κάποιοι ανταγωνιστές να «αρπάξουν» σε τιμή ευκαιρίας μια κερδοφόρο επιχείρηση.
Κάποιοι «τηλεπαρουσιαστές» να καλύψουν τη μανία αυτοπροβολής τους αλλά και το «φίλο» τους που είδε τη δουλειά του να μειώνεται.
Κάποιοι διάσημοι ραδιοφωνικοί παρουσιαστές να πουλήσουν την ανάγκη «τάξης και ηθικής» και
Κάποιοι ταλαίπωροι να στήσουν μια μικρή επιχείρηση για να επιβιώσουν.
Εσείς ποιος λέτε να τα καταφέρει;
Με την πεποίθηση ότι η ευρύτατη δημοσιοποίηση αυτής της υπόθεσης, είναι η μόνη που μπορεί να συμβάλλει στην πάταξη των μηχανισμών που λυμαίνονται την κοινωνία εν μέσω κρίσης, προσδοκούμε στην υποστήριξη σας.
Στη διάθεση σας για κάθε περαιτέρω διευκρίνηση.
Φιλικά
Α. Α.
Οικονομολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου