Η παρατεταμένη οικονομική κρίση που οδηγεί τους πολίτες να εργαστούν σε άκρως επικίνδυνες συνθήκες, η ανασφάλιστη εργασία, η χρήση ανειδίκευτου, “φθηνού” και ανεκπαίδευτου προσωπικού, αλλά και τα ανύπαρκτα μέτρα προστασίας και ασφάλειας, έχουν την δραματική συνέπεια της ανησυχητικής αύξησης των θανατηφόρων -και μη- εργατικών ατυχημάτων, κυρίως τα τελευταία δύο χρόνια.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της ΓΣΕΕ, μέχρι και το 2020 καταγράφονταν 2-3 εργατικά δυστυχήματα τον μήνα, ενώ στο διάστημα των τελευταίων δύο ετών το ποσοστό έχει διπλασιαστεί. Πλέον, υπολογίζεται πως καταγράφεται περίπου ο ίδιος τραγικός αριθμός, αλλά κάθε εβδομάδα. Το υψηλότερο ποσοστό εργατικών ατυχημάτων απαντά στις κατασκευές και ακολουθούν ο πρωτογενής τομέας και η βιομηχανία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «μαύρο» χρονικό διάστημα μεταξύ 21-30 Μαρτίου, όπου χάθηκαν έξι ανθρώπινες ζωές εν ώρα εργασίας. Ειδικότερα, καταγράφηκαν 3 θάνατοι στα Γρεβενά, ένας νεκρός στην Κόρινθο έπειτα από έκρηξη έξω από βιοτεχνία παραγωγής εδεσμάτων, ένας νεκρός στην θάλασσα του Αστακού όπου βρέθηκε πνιγμένος, ενώ σε εργολαβία πρασίνου στον δήμο Ελληνικού, εργαζόμενος έχασε την ζωή του την ώρα που έκοβε κλαδιά δέντρων. Στη συνέχεια, στις 4 Απριλίου, εργάτης λατομείου σκοτώθηκε στην Θάσο, ενώ έπειτα από δύο μόλις ημέρες σκοτώθηκε ακόμη ένας εργάτης στα Γρεβενά.
«Κανένα εργατικό ατύχημα ή δυστύχημα δεν συμβαίνει ποτέ τυχαία, ή επειδή ήταν η κακιά στιγμή. Όλα είναι αποτέλεσμα πολλών μικρότερων ατυχημάτων, που οφείλονται στις άκρως επικίνδυνες συνθήκες εργασίας» αναφέρει ο Ανδρέας Στοϊμενίδης, μέλος Επιτροπής Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων.
«Μεγάλο πρόβλημα στην καταγραφή εργατικών ατυχημάτων»
«Όλα αυτά τα περιστατικά δεν μπορούν να θεωρηθούν συμπτώσεις, αλλά πρέπει να μπει ένα τέλος. Σε κλάδους της οικονομίας, όπως είναι ο αγροτικός, πολλά ατυχήματα σημειώνονται έπειτα από ανατροπή τρακτέρ, ωστόσο αυτά δεν καταγράφονται ως εργατικά, αλλά ως τροχαία. Είναι μεγάλο το ζήτημα της καταγραφής και υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, στο οποίο δεν υπάρχει θέληση να λυθεί». Όπως εξηγεί ο κ. Στοϊμενίδης, προκειμένου να γίνει προσπάθεια απόκρυψης του πραγματικού αριθμού, αναφέρονται ως «αμιγώς εργατικά ατυχήματα», κι έτσι, σε έρευνες παρουσιάζεται μία σταθεροποίηση, κι όχι αύξηση.
Μάλιστα, όπως προσθέτει ο ίδιος, η καταγραφή των ατυχημάτων “επιστρέφει” στην ελληνική πολιτεία ύστερα από δύο χρόνια, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για την μη αντιμετώπιση των εργασιακών ζητημάτων για την υγεία και την ασφάλεια. «Οι χαμένες ανθρώπινες ζωές παρουσιάζονται μόνο ως αριθμοί ύστερα από δύο έτη. Βέβαια, αν δεν υπάρξει θάνατος την στιγμή του περιστατικού, δεν μπορούμε να ξέρουμε αργότερα, εάν καταλήξει, που μπορεί να το αποδώσουν, κι αν το καταγραφεί εν τέλει ως εργατικό ατύχημα».
Παράλληλα, στην Ελλάδα δεν υπάρχει η έννοια της «επαγγελματικής ασθένειας», με αποτέλεσμα να μην καταγράφονται εργατικά δυστυχήματα εξαιτίας θεμάτων υγείας. «Στην Ευρώπη υπολογίζεται πως πεθαίνουν περίπου 100.000 εργαζόμενοι από επαγγελματικές ασθένειες, οι οποίες σχετίζονται με έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες. Αντιθέτως, στην χώρα μας δεν υπάρχει καμία τέτοια καταγραφή, άρα φαντάζομαι ότι εδώ όλοι είμαστε υγιέστατοι».
Ξεχωριστή αντιμετώπιση όσον αφορά τα ανθρώπινα εργασιακά δικαιώματα φαίνεται να υπάρχει σε αλλοδαπούς εργάτες, οι οποίοι ουσιαστικά αναγκάζονται να εργάζονται υπό άθλιες συνθήκες να κοιμούνται σε ανάλογους χώρους στη δουλειά τους. «Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τον όρο “επαιτεία”, αλλά σίγουρα θεωρείται ακραία εκμετάλλευση της ανθρώπινης ύπαρξης».
«Υπάρχουν πάρα πολλά κενά στην αντιμετώπιση των ατυχημάτων»
Βασικός στόχος της ΓΣΕΕ σύμφωνα με τον κ. Στοϊμενίδη είναι ο μηδενισμός των εργατικών ατυχημάτων/δυστυχημάτων, όπου όπως είναι αναμενόμενο, χρειάζεται η άμεση στήριξη της πολιτείας στα εργασιακά ζητήματα. «Πρέπει να μπουν σε προτεραιότητα και να λύνονται, σαν μία λογική ρουτίνας. Δυστυχώς δεν υπάρχει ουσιαστική διαβούλευση μεταξύ κυβέρνησης-εργοδοτών-εργαζομένων για όλα αυτά».
Οι αιτίες των ατυχημάτων είναι πολλές και σύνθετες όπως εξηγεί ο ίδιος, ξεκινώντας από την μεγάλη εντατικοποίηση που υπάρχει στους χώρους εργασίας, από την χρήση ανειδίκευτου, φθηνού και ανεκπαίδευτου προσωπικού, το οποίο δεν έχει τις απαραίτητες πιστοποιήσεις και εμπειρία για την συγκεκριμένη δουλειά που καλείται να κάνει, αλλά παρουσιάζονται και εμπόδια στην συνδικαλιστική δράση. «Τα περισσότερα εργατικά δυστυχήματα συμβαίνουν εκεί που δεν υπάρχουν οργανωμένα σωματεία, κι έτσι δεν γίνεται να υπάρξει ένας διάλογος ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους εργοδότες. Αν δεν ακούσεις από τους υπαλλήλους που εντοπίζονται προβλήματα, δεν γίνεται και να επιλυθούν».
«Ακόμη και η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι μεγάλη πληγή και για τις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Πριν τα μνημόνια είχαμε περίπου 100 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, σήμερα έχουμε μόλις 4. Παρά το ότι διακηρύσσεται παντού ότι έχουμε φύγει από τα μνημόνια, παραμένουμε σε ένα καθεστώς χωρίς συλλογικές συμβάσεις εργασίας το οποίο αποτελεί βασική αρχή της Ευρωπαϊκής κοινωνικής κάρτας η οποία έχει ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Έτσι, αφενός δεν υπάρχουν κανόνες για την ρύθμιση της αμοιβής και των όρων της εργασίας, όπως δεν υπάρχουν διάλογοι μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών, αλλά ταυτόχρονα αποδυναμώνονται και τα συνδικάτα. Εν ολίγοις, ζούμε σε έναν εργασιακό μεσαίωνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου