«Θα σας στείλω με τα παιδιά που μαζεύουν το Κολωνάκι», λέει ο υπεύθυνος βάρδιας των απορριμματοφόρων του Δήμου Αθηναίων και μας συστήνει τον Θοδωρή και τον Γιώργο. To αρχικό άγχος που έχω μήπως τους ενοχλήσω στη δουλειά τους εξατμίζεται αυτόματα μόλις δίνουμε τα χέρια, γιατί πέρα από το πρώτο χαμόγελο που διακρίνω, η χειραψία ήταν απ' αυτές τις καθόλου τυπικές, που σε καλωσορίζουν.
Το ρολόι πλησιάζει εννέα όταν μας λένε να μπούμε στο φορτηγό για να ξεκινήσουμε τη βραδινή βάρδια μαζί τους. Η καμπίνα του οχήματος είναι ευρύχωρη, τόσο ώστε να χωράμε εγώ και ο Ορέστης ανάμεσα στον Σήφη τον οδηγό, τον Θοδωρή και τον Γιώργο. Για καλή μου τύχη, κάθομαι δίπλα στον οδηγό, έναν κύριο 59 ετών, τον πλέον κατάλληλο για να μου μιλήσει γι' αυτήν τη δουλειά, αφού είναι στις υπηρεσίες καθαριότητας εδώ και 32 χρόνια. Τον λέω βετεράνο και γελάει δυνατά, ενώ είναι παραπάνω από πρόθυμος να μου εξηγήσει ό,τι χρειάζομαι με μια πραότητα που σπάνια συναντώ σε ανθρώπους. Μπορεί να βγει στη σύνταξη, αλλά όπως μου λέει: «Όταν έχεις οικονομικά προβλήματα δεν σκέφτεσαι να καταθέσεις για σύνταξη. Στα 65 μάς σταματάνε υποχρεωτικά έτσι κι αλλιώς».
Η κρίση δεν τους έφερε πολλές απολύσεις, ωστόσο αρκετοί συνταξιοδοτήθηκαν και δεν αντικαταστάθηκαν, αφού οι τελευταίες προσλήψεις έγιναν στην Ολυμπιάδα. Αυτό αυτόματα αύξησε τις ώρες δουλειάς για τους εργαζόμενους, που ως επί το πλείστον είναι πάνω από 50 χρονών και δεν αντέχουν τόσες ώρες στον δρόμο. Οι μισθοί τους, δε, δέχτηκαν μειώσεις 60%, όπως μου λένε, τα τελευταία χρόνια.
Φεύγοντας από την Ιερά Οδό που βρίσκεται το εργοτάξιο και μέχρι να φτάσουμε στο κέντρο, ρωτάω τον Θοδωρή και τον Γιώργο ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν καθημερινά. «Η άσχημη συμπεριφορά των οδηγών και των ανθρώπων», λένε ταυτόχρονα, ενώ ο Θοδωρής μου τονίζει: «Ειδικά στο Κολωνάκι που δουλεύω τα τελευταία οκτώ χρόνια και θεωρείται περιοχή που μένουν άνθρωποι επιφανείς, είναι απαράδεκτοι. Έχω δουλέψει και σε άλλες περιοχές, αλλά αυτό δεν το έχω συναντήσει πουθενά. Δεν υπάρχει καμιά ανθρωπιά, κανένας σεβασμός. Σε βλέπουν σαν σκουπιδιάρη και τίποτα άλλο. Και φυσικά τα σκουπίδια τα αφήνουν απ' έξω οι περισσότεροι, ανεξάρτητα από το αν ο κάδος είναι γεμάτος, γιατί τους μυρίζει βλέπεις να τον ανοίξουν και να τα βάλουν μέσα όπως πρέπει».
Οι λογομαχίες όμως δεν είναι το μεγάλο τους πρόβλημα. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όταν είσαι κάθε βράδυ έξι-εφτά ώρες στον δρόμο: «Πρόσφατα τσακωθήκαμε πάλι με έναν ταξιτζή στο Κολωνάκι και βγήκε να μας χτυπήσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Κάποτε είχε κολλήσει από πίσω μας πάλι ένα ταξί, έβρεχε και τα σκουπίδια ήταν βουνό. Μας κόρναρε συνεχώς για να φύγουμε, ενώ μπορούσε να περάσει και από άλλο δρόμο. Ο οδηγός μας του είπε να περιμένει λίγο, γιατί είναι αδύνατο να φύγουμε και να ξαναγυρίσουμε, όμως λίγο μετά τις βρισιές που έριξε, ήρθε και με χτύπησε με ένα ξύλο. Πήγαμε στην Ασφάλεια και τον πήραν μέσα για οπλοχρησία. Δεν ξέρεις ποιον παράγοντα πρέπει να υπολογίσεις πρώτα. Κάθε βράδυ που βγαίνουμε να δουλέψουμε δεν ξέρουμε πώς και αν θα γυρίσουμε στα σπίτια μας», εξηγεί ο Θοδωρής και μου δείχνει το δάχτυλο του χεριού του. Είναι παραμορφωμένο στην άκρη και το νύχι είναι μισό, γιατί πριν από τρεις μήνες έφυγε ένας κάδος και το χέρι του μαγκώθηκε στο ψαλίδι του φορτηγού.
Η κουβέντα γυρίζει και πάλι στη συμπεριφορά των οδηγών,
που δείχνει να είναι το μείζον θέμα για εκείνους, αφού τα περισσότερα
άσχημα περιστατικά οφείλονται στην απροσεξία ή τον τσαμπουκά ορισμένων.
«Πριν από λίγο καιρό ένα αμάξι πάτησε έναν συνάδελφο. Ο οδηγός ήταν
μεθυσμένος, έπαιζε με το κινητό και δεν τον είδε», τονίζει ο Γιώργος και
στη συνέχεια μου αναφέρει ακόμη ένα περιστατικό με κάποιον άλλο
μεθυσμένο, που δεν δίστασε να βγάλει πιστόλι και να τους απειλήσει
επειδή του ζήτησαν να περιμένει να τελειώσουν τη δουλειά τους.
Τα στενά του Κολωνακίου είναι τόσο απελπιστικά μικρά που σκέφτομαι πως αν οδηγούσα εγώ αυτό το όχημα, πιθανότατα θα είχα γδάρει τα πάντα. Ο Σήφης λόγω εμπειρίας οδηγεί άψογα, ωστόσο ένας νεότερος οδηγός όταν βρεθεί σε μια δύσκολη γωνία, στην οποία κάποιος ενδεχομένως να παράτησε το αυτοκίνητό του επειδή βαριόταν να ψάξει για πάρκινγκ, θα έπρεπε να κάνει ελιγμούς κανένα τέταρτο για να περάσει.
Όσο η βάρδια βρίσκεται σε εξέλιξη γίνεται πια πολύ φανερό πως τα περισσότερα προβλήματα για εκείνους τα προκαλούμε εμείς, οι υπόλοιποι πολίτες, με το να δημιουργούμε επιπλέον αντίξοες συνθήκες σε μια ήδη δύσκολη δουλειά. Δεν προλαβαίνω να επιχειρηματολογήσω υπέρ της σκέψης μου, όταν ένας οδηγός επιχειρεί να προσπεράσει το απορριμματοφόρο απότομα. Ο οδηγός φρενάρει και ασυναίσθητα κοιτάζω την κάμερα για να δω αν ο Θοδωρής και ο Γιώργος είναι καλά. «Ε να. Τα βλέπεις;» λέει ο Σήφης. «Αυτά γίνονται συνέχεια. Δεν σκέφτεται ο άλλος ότι θα φρενάρω και ότι οι άλλοι πίσω μπορεί να χτυπήσουν. Ειδικά ύστερα από κάποια ώρα που όλοι είναι μεθυσμένοι, μπορεί να πέσουν και πάνω στους εργάτες. Τέτοια συμβαίνουν συνεχώς».
Επιπλέον, τα σαββατόβραδα σαν κι αυτό, αυτό που σκεφτόμαστε εμείς, το να «αφήσω λίγο το αμαξάκι μου εκεί» και απλώς να διπλοπαρκάρουμε, εκείνους μπορεί να τους αναγκάσει να αφήσουν τα απορρίμματα και να φύγουν, την επόμενη μέρα να έχουν γίνει βουνό και να αναγκαστούν να τα κουβαλήσουν με τα χέρια. Ακόμη και στις περιπτώσεις που αδιαφορούμε για το αν δέσαμε τη σακούλα ή όχι, δεν υπολογίζουμε ποτέ πως μπορεί αυτά τα σκουπίδια να ξεχυθούν στον δρόμο ή, ακόμα χειρότερα, να πέσουν στο κεφάλι των εργαζομένων την ώρα που τα πετάνε μέσα.
Για την ώρα ξεχνάω όλα τα άλλα και επικεντρώνομαι στη βροχή. Στις εννιά που συναντήσαμε την ομάδα, έριχνε μερικές ψιχάλες, που τώρα είχαν αρχίσει να δυναμώνουν. Ρωτάω τον οδηγό τι κάνουν σε αυτές τις περιπτώσεις. «Τα παιδιά πίσω βρέχονται, κι εγώ τους κοιτάζω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα», λέει στεναχωρημένα, σχεδόν ενοχικά, και πιάνω τον εαυτό μου να νιώθει το ίδιο εκείνη τη στιγμή. «Ανάλογα το συνεργείο που θα πέσεις», συνεχίζει, «Αν ψιχάλιζε μια ώρα και έχουν ήδη γίνει μούσκεμα, μερικοί θέλουν να ξεμπερδεύουν και να φύγουν, οπότε συνεχίζουν ακόμη κι αν δεν βλέπουν μπροστά τους από τη βροχή. Άλλες φορές σταματάμε μέχρι να ηρεμήσει λίγο ο καιρός». Ο Θοδωρής μου λέει αργότερα πως η βροχή είναι αυτό που δεν παλεύεται. «Η υπηρεσία μάς δίνει ένα αδιάβροχο τον χρόνο. Την επόμενη μέρα, βέβαια, έχει χαλάσει και πρέπει να αγοράσεις καινούργιο. Η βροχή όμως μπαίνει ακόμη και μέσα στις γαλότσες και μέσα από τα μανίκια, από τον αέρα. Οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι' αυτό».
Οι παροχές της υπηρεσίας είναι ελάχιστες. Ένα ζευγάρι γάντια, ένα γιλέκο και ένα αδιάβροχο. Θα ήταν χρήσιμο, μου λένε, να υπήρχε ένα μέρος στο εργοτάξιο όπου θα μπορούσαν να αλλάζουν για να μην πηγαίνουν με αυτά τα ρούχα στο σπίτι τους, όπως και το να επιστρέφουν τα παλιά γάντια για ανακύκλωση και να τους δίνουν καινούργια.
Φυσικά ρωτάω για την ανακύκλωση στους κάδους, αν γίνεται ή όχι. Για να γίνει σωστά, μου τονίζουν, θα πρέπει να καλλιεργηθεί η νοοτροπία της ανακύκλωσης και να υπάρχει οικολογική συνείδηση. Θα πρέπει να έχουμε τρεις κάδους στο σπίτι, έναν για τα χαρτιά, έναν για τα γυάλινα και έναν για τα οικιακά απορρίμματα, ενώ μου περιγράφουν πως έχει τύχει να τους κάνουν μήνυση επειδή πήραν τον κάδο της ανακύκλωσης, που όμως είχε μέσα δύο χαρτόκουτα μπερδεμένα με πολλά άλλα σκουπίδια. Αυτά ακόμη και αν τα πάρει το φορτηγό της ανακύκλωσης, δεν του επιτρέπουν να τα δώσει στο εργοστάσιο, γι' αυτό και θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πώς τα πετάμε.
Όταν φτάνουμε σε ένα δρομάκι χωρίς κίνηση, πίσω από το ΝΙΜΙΤΣ, ο οδηγός με αφήνει να κατέβω για να δω πώς δουλεύουν ο Θοδωρής και ο Γιώργος. Κινούμαστε πίσω τους και όταν τους ζητάμε με τον Ορέστη να ανεβούμε μαζί τους στα πατάκια, μας το επιτρέπουν. Εκείνοι δεν φοράνε μάσκα, γι' αυτό αν και έχω μία στην τσέπη μου, δεν τη χρησιμοποιώ. Σαν να θέλω μαζοχιστικά να επιβεβαιώσω τον Θοδωρή, που μου έλεγε πως τις πρώτες μέρες στη δουλειά ήθελε να κάνει εμετό σε κάθε κάδο που ανέβαζε.
Ανάμεσα στις τελευταίες στάσεις που κάνουμε είναι και το πάρκινγκ του Μεγάρου Μουσικής, ενώ τα γιλέκα του Γιώργου και του Θοδωρή βγαίνουν στην πίσω πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας όταν οι εργαζόμενοι του ξενοδοχείου βγάζουν έξω τους τελευταίους κάδους που πρέπει να μαζέψουν.
l
Την ώρα της επιστροφής μού λένε πως σήμερα ήμασταν τυχεροί, γιατί οι δημόσιες υπηρεσίες είναι κλειστές και υπάρχουν τα μισά σκουπίδια. Αν ήταν καθημερινή θα γυρνούσαμε στις 4.30 τα ξημερώματα, ενώ το εργοστάσιο που πρέπει να πηγαίνει ο Σήφης τα σκουπίδια καθημερινά, προκειμένου μετά από επεξεργασία να μεταφερθούν στη χωματερή, έχει κλείσει, οπότε σχολάει μαζί με τους συναδέλφους του σήμερα.
Στη διαδρομή για το εργοτάξιο η δουλειά έχει ήδη μείνει αυτόματα πίσω. Ο Σήφης μας λέει για τον εγγονό του που ντύθηκε Ζορό, για τον παιδότοπο που τον πηγαίνει και παίζει, ενώ ο Θοδωρής και ο Γιώργος μαντεύουν τις ηλικίες μας, γιατί είμαστε ίσα με τα παιδιά τους. Φεύγοντας σκέφτομαι πόσοι από εμάς θα μπορούσαμε να κάνουμε μια τόσο δύσκολη δουλειά καταφέρνοντας να διατηρήσουμε την καλοσύνη, το χιούμορ και το χαμόγελό μας.
πηγή http://www.vice.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου