Όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα:
Στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ήμουν δεν ήμουν 8 χρονών, έτυχε να ακούσω κάποια στιγμή στο αυτοκίνητο ένα τραγούδι από ένα cd του πατέρα μου με έναν πολύ λυτρωτικό για εμένα στίχο:
Ούτε αγάπες, ούτε λουλούδια, ούτε έρωτες. Κατευθείαν στο ψητό, στα πραγματικά προβλήματα, στις φωτοτυπίες της κυρίας Κικής που μου στερούσαν κάθε μέρα την απογευματινή μου μπάλα στο προαύλιο της εκκλησίας. Να δεις που κι ο Τζίμης την κυρία Κική θα έχει, σκέφτηκα. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με τον Τζιμάκο.
Ένα άλλο συνήθειο που είχαμε με τους γονείς μου την ίδια περίπου περίοδο ήταν να αναλύουμε τους στίχους από τα τραγούδια που έβαζε ο πατέρας μου στο αμάξι. Φιλολογικό εργαστήριο το πασάτ. «Δεξιοί» τώρα οι δικοί μου και να μου λένε για τον Πέτρο, τον Γιόχαν και τον Φρανς και πώς τους καθάρισε ο καπιταλισμός και στην ειρήνη και στον πόλεμο.
Έτσι σε μια αντίστοιχη φιλολογική βόλτα με το αμάξι βρίσκω κι εγώ την ευκαιρία: θέλω να αναλύσουμε τα τραγούδια του Πανούση, που έχει δύσκολο στίχο, καθηλωτικό. Η απάντηση που πήρα ήταν ότι λίγο πολύ ο Πανούσης είναι ένας πλακατζής, ένας ανάρχας, ένας 3 πουλάκια κάθονταν και πλέκανε πουλόβερ, που εντάξει δε λέει και τίποτα στους στίχους του, δεν υπάρχει κάποιο νόημα, κάποιος στόχος. Και κάπως έτσι πορεύτηκα μέχρι την εφηβεία. Τον άκουγα σα να είναι αγγλικός ο στίχος, κάτι καταλάβαινα, με συνέπαιρναν κάτι δίστιχα, κάτι λέξεις, η φωνή, η μουσική, ο ρυθμός, αλλά τίποτα βαθύτερο.
Ακόμα και σήμερα που έχει κλείσει ο κύκλος του, ο Τζίμης Πανούσης στο μυαλό των περισσότερων είναι πρώτα από όλα ένας διασκεδαστής, ένας «προζεράς», από τους πρώτους stand-up comedians, αυτός που έπαιρνε ξεκαρδιστικά τηλέφωνα σε ροζ γραμμές, που ξεφτίλισε τον Σαββόπουλο για το Perfect Day και την πρέζα την όμορφη, αυτός που και καλά έβγαζε δονητές από τις τσάντες των γυναικών που είχαν πάει να τον δουν, αυτός που μπορούσε να λέει ανοιχτά για τον Λιδάκη, τον Δήμα, τον Ρέμο, την Βίσση, αυτός που πείραζε τα τραγούδια των άλλων, αυτός που έκανε τα λογοπαίγνια σε ρυθμούς αυτόματου όπλου, αυτός που θα μιλούσε για παρτούζες, για μουνιά, για κώλους, ενώ φοράει γελοίες περούκες κι ένα άβολο κολάν.
Αυτό, όμως, ήταν όλο μια περσόνα. Μια περσόνα που ούτε ο ίδιος ο Πανούσης συμπαθούσε ή εκτιμούσε, ο πραγματικός Πανούσης, ο γλυκός, ο ντροπαλός, αυτός που καθόταν μέχρι το ξημέρωμα με τον Χατζιδάκι και τα έπιναν στο Παγκράτι. Ήταν μια περσόνα που τον εγκλώβιζε. Ο Πανούσης ήταν ένα κράμα, μαρξισμός, αριστοφανική κωμωδία και φροϋδισμός. Το μεγάλο του σχέδιο δεν ήταν μόνο να περάσει τον πολιτικό του στοχασμό και τα υπαρξιακά του αδιέξοδα στην Τέχνη, αλλά σε μια -ας την πούμε- μαρξιστική αντίληψη να μπορεί αυτή η Τέχνη να φτάσει και στον τελευταίο ακροατή, στον εφοπλιστή και στον σοφέρ του, στο λούμπεν στοιχείο, στην καθωσπρέπει κυρία, στον μαλάκα τον νοικοκυραίο, στον καυλωμένο έφηβο, στον απολιτίκ φασαίο, στον τηλεορασάκια και στο κοινό του Σεφερλή και στον έντεχνο.
Όταν πήγαινες στο μαγαζί του θα έβλεπες τόσο ετερόκλιτα στοιχεία μέσα, ανθρώπους που δε θα μπορούσαν να βρεθούν στον ίδιο χώρο για κανέναν άλλο λόγο, με καμία άλλη αφορμή. Αυτή ήταν η προσωπική του νίκη.
Ζήτω η παχυσαρκία, τα πολύ χοντρά αστεία, έλεγε. Εκμεταλλευόταν αδίστακτα τον Αριστοφάνη, να σε ζαλίζουν οι μεγάλοι φαλλοί που κουνιούνται με έναν άγριο ρυθμό στη σκηνή για να πέσει κι η τελευταία σου άμυνα και νικημένο πια να σου θυμίσει ότι τους μικροαστούς θα τους φάνε τα παιδιά τους, να σε ρωτήσει αν υπάρχεις επειδή κλάνεις κι επειδή ρεύεσαι, να γελάσει με τις βεβαιότητες της μονογαμίας, να σε φτύσει και να σε αγκαλιάσει που έγινες μια γλάστρα στο σαλόνι, να σου θυμίσει ότι η ανακωχή είναι προσωρινή, να αναστενάξει για το τι πάθος ατελείωτο που ήταν η ζωή του τόσο που θα ήθελε να γυρίσει στη μήτρα της μητέρας του και να μην ξαναγεννηθεί, να μην την ξαναπάθει. Μέχρι και τον Παρμενίδη έβαλε κάτω και τον έκανε πενηνταράκια.
Ο Πανούσης είχε μια καρδιά περιβόλι, ένα περιβόλι γεμάτο λάκκους, ναρκοθετημένους λάκκους με αστεία, ήθελε να πέσεις μέσα και να τον καταλάβεις, να τον αγαπήσεις, να ξεφύγεις από τα κάγκελα που είναι παντού, από τους «νταλάρες» που ορίζουν τα όρια της τέχνης και της αισθητικής. Κι έτσι να ένιωθε κι ο ίδιος την λύτρωσή του, να πετάξει τα παλιομισοφόρια της περσόνας του, να βάλει τα ρούχα της μαμάς του, της πρώτης ύπαρξής του, της «παράνομης», της ελεύθερης. Να μην έχει ανάγκη την ασπίδα του αντάρτη και πρώην εξόριστου πατέρα του με την βαριά ιστορία του και τον ισχυρό χαρακτήρα του τον ανάγκαζαν να κάνει πάντα σκανδαλιές για να ετεροπροσδιορίζεται. Απλώς να χαθεί. Απλώς να σωθεί.
Ίσως στο τέλος της ζωής του να έπεσε μέσα στον ίδιο του το λάκκο, ίσως δεν είχε πια τη δύναμη να βγει, ίσως σε ένα από τα πολλά stage diving να πνίγηκε στα χάχανα και στα γέλια τους, ίσως οι χοντράδες να νίκησαν το μήνυμά του, ίσως να είδε τον εαυτό του cover σε πολλά νεοναζί κι αντικομμουνιστικά προφίλ στα ΜΚΔ, ίσως το τσίρκο που είχε στήσει το υπόγειο μαγαζί βούλιαξε και τον πήρε κι αυτόν μαζί. Κι αυτό το είχε προβλέψει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Τζιμάκος που δεν είναι πια στη ζωή, που δεν έχει πια την ανάγκη από τις πρόζες και τα χάχανα, τώρα που δε μας χρειάζεται πια, που δεν έχει ανάγκη την προσοχή μας, ίσως τώρα που έγινε αστρική σκόνη ίσως τώρα να μπορεί να μας βάλει κάτω και να μας μιλήσει ανεμπόδιστα για το υπέροχό του σύμπαν.
Γι’ αυτό θα πέσω μέσα
σε χάχανα και γέλια να πνιγώ
να γίνω πριγκιπέσα
της μάνας μου τα ρούχα να φορώ
να χαθώ
να σωθώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου