Γιατί να θες να μείνεις σε μια
χώρα που «τρώει τα παιδιά της», η οποία έχει καταρρακωθεί από την
οικονομική κρίση, όπου τίποτα δεν φαίνεται να λειτουργεί σωστά, η
γραφειοκρατία τυραννάει, και η διαφθορά τρέχει ανέμελη; Γιατί να μην
θέλεις και εσύ να φύγεις για το εξωτερικό της οργάνωσης και της
καλύτερης ζωής, οικονομικής τουλάχιστον;
.
Μπορεί 200,000 Έλληνες να έχουν
ξενιτευτεί από την αρχή της κρίσης, αλλά υπάρχουν πολλοί ακόμη που
έμειναν. Αυτοί που είτε δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη ζωή που ξέρουν,
είτε δεν νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν, είτε πολύ απλά δεν θέλουν.
Γιατί; Οι ίδιοι απαντούν σχεδόν ομόφωνα, επειδή ακόμη δεν έχουν
εξαντλήσει όλα τα περιθώρια που υπάρχουν στην Ελλάδα, και έχουν ακόμη
πολλά να προσφέρουν.
«Μπορεί να είναι καλύτερα στην
υπόλοιπη Ευρώπη από πλευράς μισθού, αλλά αν δεν είσαι υψηλόμισθος έξω, η
ποιότητα ζωής στην Ελλάδα είναι σαφώς καλύτερη, ακόμη και με τους
χαμηλότερους μισθούς, άσε δε το καλύτερο κλίμα και το φρέσκο φαγητό», λέει η Αθηνά Σότου, 35 ετών, δικηγόρος. «Πιστεύω πως τώρα ειδικά θα πρέπει όλοι να βοηθήσουμε τη χώρα, όσο μπορεί ο καθένας», προσθέτει.
«Αν όλοι σηκωθούμε να φύγουμε, τότε ποιος θα μείνει να φτιάξει τη χώρα μας;» αναρωτιέται η Νάντια Γερασίμου, 25 ετών, συμβασιούχος σε λογιστική εταιρία. Η Νάντια δε θέλει να φύγει, «γιατί
εδώ είναι η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, η ζωή μου. Αν είμαι
οικονομικά ευκατάστατη αλλά κοινωνικά άδεια, τι νόημα έχει αυτό;»
Στο ίδιο μήκος κύματος σκέφτεται και η Άννα Πετράκου, 28 ετών, άνεργη τους τελευταίους έξι μήνες: «Θα προτιμούσα να κάνω ό,τι δουλειά έβρισκα αν όχι στον κλάδο μου, πριν αποφασίσω να ξενιτευτώ. Η Ελλάδα είναι ένα υπέροχο μέρος για να ζεις. Είναι το κράτος που τα κάνει όλα τόσο δύσκολα».
Στα 33 του χρόνια, έχοντας περάσει από
διάφορες δουλειές που δεν είχαν σχέση με τον Αυτοματισμό που σπούδασε,
αλλά αφορούσαν την επαφή με τον κόσμο, ο Νίκος Τσεσμελής δηλώνει πως «είμαστε η πιο μορφωμένη γενιά που έχει δει η χώρα μας αλλά δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε αυτά τα τεράστια μυαλά».
Τονίζει την έλλειψη κέντρων ερευνών, όπως για παράδειγμα το Εθνικό
Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών ‘Δημόκριτος’, και αυτό είναι ένας ακόμη
παράγοντας που ωθεί τους νέους στο εξωτερικό.
Κανείς δεν αρνείται ότι τα πράγματα στη χώρα είναι δύσκολα. «Αν δεν φοβάσαι τη δουλειά, υπάρχουν ευκαιρίες, ακόμη και τώρα στην Ελλάδα. Αρκεί να θέλεις να δουλέψεις», λέει ο Νίκος, ο οποίος πιστεύει πως αυτοί που φεύγουν, το κάνουν χωρίς να έχουν πολεμήσει για κάτι. «Πουθενά δεν είναι ρόδινα. Το θέμα είναι να τα έχεις εσύ καλά με τον εαυτό σου και να μη μετανιώνεις για πράγματα που δεν έκανες», δηλώνει με χαμόγελο.
«Πολλοί που φεύγουν είναι παιδιά
μορφωμένα, με όνειρα, που δεν συμβιβάζονται και που δεν ήθελαν να κάνουν
κάτι άσχετο ή ‘υποδεέστερο’ του τομέα τους. Φεύγουν γιατί δεν βρίσκουν
εδώ κάτι που να καλύπτει τις προσδοκίες τους», λέει ο Λάζαρος Γκούγιας, 31 ετών, γεωπόνος και επιστήμων τροφίμων, ο οποίος μόλις πρόσφατα ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση (“Thirsty Fruits”)
για την αποξήρανση και εμπορία αγροτικών προϊόντων. Περιγράφοντας τις
δυσκολίες στη σύσταση και λειτουργία της επιχείρησής του – την εχθρική
αντιμετώπιση, το αρνητικό κλίμα, την έλλειψη υποστήριξης και
χρηματοδότηση από οπουδήποτε – ο Λάζαρος δηλώνει πως «είμαστε αντί-επιχειρηματική χώρα».
«Ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου
υπάρχουν πολλές ευκολίες και πολλή πληροφόρηση, όλα σε υπερθετικό βαθμό,
και αυτό λίγο μας κομπλάρει», εξηγεί. Κάπως έτσι χάνουμε την αίσθηση του να ριψοκινδυνεύσουμε για κάτι διαφορετικό, γιατί «υπάρχουν
άτομα που έχουν οικονομικά περιθώρια αλλά δεν μπήκαν ποτέ στην
διαδικασία να ξεκινήσουν μια επιχείρηση, ίσως γιατί φοβούνται να
ρισκάρουν». Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη, «όταν δουλεύεις
μισθωτός στον ιδιωτικό τομέα η ζωή σου όλη γυρίζει γύρω από αυτή τη
δουλειά και δε σου μένει χρόνος να σκεφτείς κάτι άλλο. Ίσως για αυτό η
Αθήνα να μην μπορεί να βγάλει επιχειρηματίες». Η Thirsty Fruits έχει έδρα το Ξυλόκαστρο. «Στην επαρχία υπάρχει πιο πολύ επιχειρηματικό μυαλό από ότι στην πρωτεύουσα», δηλώνει ο Λάζαρος. «Εκεί
έχω δει ανθρώπους πολύ μάχιμους, που τρέχουν να υλοποιήσουν τις ιδέες
τους. Ίσως οφείλεται και στο χαμηλότερο κόστος ζωής εκεί που σου δίνει
τα περιθώρια».
Γιατί όμως ξεκινάς μια επιχείρηση τώρα, εν μέσω οικονομικής κρίσης και με τη χώρα να είχε φτάσει στα όρια χρεοκοπίας; «Πάντα
ήθελα να κάνω τη δική μου επιχείρηση. Τώρα, είχα κλείσει τον κύκλο μου
στην εταιρία που δούλευα και ήμουν πια ελεύθερος να κάνω αυτό που θέλω
και να αφιερώσω όλο μου το χρόνο σε αυτό», απαντάει ο Λάζαρος. Η
ιδέα για Ελληνικά αποξηραμένα φρούτα έχει προοπτικές γιατί δεν
περιορίζεται σε μόνο ένα φρούτο, ενώ μελλοντικά θα επικεντρωθεί και στα
παράγωγά τους. Η εταιρία είναι αμιγώς ελληνική και υπόσχεται να
προσφέρει «μια ευρεία γκάμα αποξηραμένων φρούτων γευστικά ανώτερα από κάθε άλλη». Ο Λάζαρος λέει πως «είναι μια ανταγωνιστική ιδέα γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ντόπια αποξηραμένα φρούτα στην αγορά». Ο Νίκος συμπληρώνει, «η Ελλάδα είναι ευλογημένη χώρα, ό,τι σπείρεις θα φυτρώσει».
Μορφολογικά μπορεί η χώρα να μην έχει τις εκτάσεις του εξωτερικού και
έτσι να μην κατέχει ούτε την εκβιομηχανοποίηση που υπάρχει αλλού, αλλά ο
Λάζαρος δηλώνει πως η χώρα «μπορεί να φτιάξει μικρές ποσότητες ποιοτικών πραγμάτων» και να γίνει ανταγωνίσιμη στην ποιότητα. «Είμαστε όμως κακοί επιχειρηματίες γιατί δεν κοιτάμε μακριά. Προτιμάμε το εύκολο», προσθέτει ο Λάζαρος, ενώ ο Νίκος λέει, «αυτό που μας έχει καταστρέψει στην Ελλάδα είναι ότι όλοι προσπαθούν να βολευτούν με τον λιγότερο κόπο».
Η γενική αίσθηση που πηγάζει από τα
λεγόμενα των νέων αυτών που προσπαθούν για κάτι καλύτερο είναι πως
πρέπει συλλογικά να αλλάξουμε νοοτροπία. «Εξ ορισμού, ο Έλληνας είναι πολύ πιο ισχυρός στην Ελλάδα, στη χώρα του με τη γλώσσα του, όπου ξέρει πώς λειτουργούν τα πράγματα», λέει ο Λάζαρος. «Γιατί να μην προχωρήσεις τις ιδέες σου στην ίδια σου τη χώρα; Εμείς, ως κοινωνία, είμαστε αυτοί που θα κάνουμε τη χώρα καλύτερη».
Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε πει, «δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει».
Ίσως αντί να μοιρολογούσαμε για τα μυαλά που φεύγουν για τα ξένα, καλά
θα ήταν να προσπαθούσαμε να στηρίξουμε με κάθε τρόπο αυτά που μένουν,
που τολμούν, που ρισκάρουν, που παλεύουν μόνοι για να ορθοποδήσουν μια
χώρα που τους αγνοεί ακόμη. Υπάρχουν τόσοι που μιλούν για επιχειρήσεις
και ιδέες, αλλά λίγοι που τις κάνουν πράξη. Αυτούς θα πρέπει να
προσέχουμε, γιατί αυτοί έχουν και την τρέλα να αλλάξουν τα δεδομένα. Και
ίσως και να τα καταφέρουν.
Μαρίας-Χριστίνας Δουλάμη, δημοσιογράφος με ειδικότητα σε Ευρωπαϊκά, πολιτικά και κοινωνικά θέματαπηγή http://www.analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου