Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΞΕΧΝΑΕΙ (Father Forgets) του Γ. Λίβινγκστον Λάρνεντ


Άκουσέ με, γιε μου: Σου μιλάω την ώρα που κοιμάσαι, το ένα σου χεράκι στριμωγμένο κάτω από το μάγουλο, οι ξανθιές μπουκλίτσες κολλημένες στο ιδρωμένο μέτωπό σου. Μπήκα ολομόναχος, σαν κλέφτης, στο δωμάτιό σου. Πριν από μερικά λεπτά, εκεί που καθόμουν στη βιβλιοθήκη και διάβαζα την εφημερίδα μου, με έπνιξαν οι τύψεις, θεόρατο κύμα. Ένοχος ήρθα στο κρεβατάκι σου.

Να τι πράγματα σκεφτόμουνα, γιε μου: Δεν ήμουν εντάξει μαζί σου. Σε μάλωσα την ώρα που ντυνόσουν για να πας στο σχολείο επειδή δεν σκούπισες καλά το πρόσωπό σου στην πετσέτα. Σε κατσάδιασα επειδή δεν είχες καθαρίσει τα παπούτσια σου. Σου έβαλα τις φωνές επειδή πέταξες τα πράγματά σου στο διάδρομο. Και στο πρωινό, κι εκεί βρήκα όλα τα πράγματα που δεν έκανες σωστά. Σκόρπισες πράγματα στο τραπέζι. Κατάπιες το φαγητό σου βιαστικά. Ακούμπησες τους αγκώνες σου στο τραπέζι. Άλειψες πολύ παχύ το βούτυρο στο ψωμί σου. Και μετά, την ώρα που έπαιζες και εγώ έφευγα για να προλάβω το τρένο, γύρισες και μου κούνησες το χέρι και μου φώναξες «Γεια σου μπαμπάκα!» και εγώ συνοφρυώθηκα και σου απάντησα «Ίσια τους ώμους σου!»

Το απόγευμα πάλι, ξανά από την αρχή. Όπως ερχόμουνα, σε είδα γονατιστό στο δρόμο, να παίζεις με τους βόλους σου. Οι κάλτσες σου είχαν τρύπες. Σε έκανα ρεζίλι στους φίλους σου και σε έβαλα μπροστά για να γυρίσουμε σπίτι. «Οι κάλτσες είναι ακριβές και αν τις αγόραζες μόνος σου θα ήσουν πιο προσεκτικός» σου είπα. Θυμάσαι, πιο μετά, την ώρα που διάβαζα στη βιβλιοθήκη και ήρθες ντροπαλά με πονεμένο βλέμμα στα μάτια σου; Εγώ σήκωσα τα μάτια από την εφημερίδα, ενοχλημένος από τη διακοπή, και εσύ στάθηκες διστακτικός στην πόρτα. «Τι θέλεις επιτέλους;» σου φώναξα απότομα.

Εσύ δεν είπες τίποτε, αλλά έτρεξες σαν την αστραπή και όρμησες στην αγκαλιά μου και έβαλες τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου και με φίλησες, και έσφιξες τα μικρά σου μπράτσα με όλη τη στοργή που έχει φυτέψει ο Θεός στην καρδιά σου. Και ύστερα έφυγες, και άκουσα τα βήματά σου να ανεβαίνουν ανάλαφρα τις σκάλες. Ε, λοιπόν γιε μου, δεν πέρασαν λίγα λεπτά και ξαφνικά γλίστρησε η εφημερίδα από τα χέρια μου και με έσφιξε ένας πελώριος και τρομακτικός φόβος. Τι μου έκανε αυτή η συνήθεια; Η συνήθεια να βρίσκω λάθη, να επικρίνω – αυτό ήταν το μπράβο μου για σένα επειδή είσαι ένα αγοράκι; Δε φταίει ότι δεν σε αγαπάω· φταίει ότι περιμένω υπερβολικά πολλά από τα νιάτα. Σε μετρούσα με τα μέτρα των δικών μου χρόνων.

Και υπάρχουν τόσο πολλά καλά και σπουδαία και σωστά στο χαρακτήρα σου. Η μικρή καρδιά σου είναι μεγάλη σαν τη χαραυγή την ίδια πάνω από τους πέρα λόφους. Μου το ?δειξες με την αυθόρμητη τρεχάλα σου να έρθεις να με φιλήσεις για καληνύχτα. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία απόψε, γιε μου. Ήρθα στο κρεβάτι σου μέσα στο σκοτάδι, και γονάτισα ντροπιασμένος δίπλα σου!

Η συγγνώμη μου είναι χλωμή· το ξέρω ότι δεν θα καταλάβαινες αυτά τα πράγματα αν σου τα έλεγα όταν είσαι ξύπνιος. Από αύριο όμως θα είμαι πραγματικός πατέρας! Θα είμαι το φιλαράκι σου και θα υποφέρω όταν υποφέρεις και θα γελάω όταν γελάς. Θα δαγκώνω τη γλώσσα μου όταν μου έρχονται λόγια ανυπόμονα. Θα λέω και θα ξαναλέω τον τελετουργικό ψαλμό: «Είναι απλώς ένα μικρό παιδί – ένα μικρό αγόρι!»

Φοβάμαι ότι με τα μάτια μου σε έβλεπα μεγάλο άνδρα. Όπως βλέπεις όμως τώρα γιε μου, κουλουριασμένος και αποκαμωμένος στο κρεβατάκι σου, καταλαβαίνω ότι είσαι μωρό ακόμη. Χθες ακόμα ήσουν στην αγκαλιά της μάνας σου, ακούμπαγες το κεφαλάκι σου στους ώμους της. Σου ζήταγα πολλά, πάρα πολλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου