«Η δήμαρχος, πού είναι η δήμαρχος;»
«Η Πολεοδομία φταίει…»
«Ο δήμος φταίει»
«Η Περιφέρεια φταίει…»
«Η κυβέρνηση φταίει...»
«Ολοι φταίνε»
«Ποιος φταίει;»
Με τα πόδια στη λάσπη και το βλέμμα στον μολυβένιο ουρανό που κατεβαίνει απειλητικά πάνω από την πόλη, στέκουν καταμεσής αυτού που κάποτε υπήρξε η κεντρική τους πλατεία.
Τώρα είναι ένας σωρός από μπάζα, «ξεκοιλιασμένα» μαγαζιά κι ένα βουνό από αυτοκίνητα.
Πιο τρομακτικό κι από το σκοτάδι, πιο αγριευτικό κι από τη μυρωδιά του πετρελαίου, πιο φοβερό κι από τα σπίτια που χάσκουν, είναι το ερώτημα που απευθύνουν ο ένας στον άλλο συνεχώς: «Αραγε υπάρχουν κι άλλοι νεκροί;»
«Αυτό κάποτε ήταν το αυτοκινητάκι μου, το αυτοκινητάκι μου… Το τελευταίο κάτω από τον σωρό… Θα μπορούσα να ήμουν μέσα. Αραγε, υπάρχουν άνθρωποι μέσα στα υπόλοιπα; Να ζουν; Δεν είναι ωραίο το αυτοκινητάκι μου, το γκριζάκι μου; Ξέρω, σου αρέσει - κι εμένα μου άρεσε. Το αυτοκινητάκι μου… Θα μπορούσα να είμαι μέσα… Ημουν… Αραγε είναι κι άλλοι;»
Η Δήμητρα έχει μόλις απλώσει το χέρι για να με τραβήξει από τη λάσπη: «Τι έχει σημασία πια; Μόνο οι άνθρωποι, οι άνθρωποι… Τον σταυρό μας να κάνουμε να μην υπάρχουν κι άλλοι μες στα ερείπια».
Ολοι απλώνουν τα χέρια εδώ, όλοι στηρίζουν όλους - λες κι ημερεύουν οι άνθρωποι μπροστά στην καταστροφή, λες και βρίσκουμε όλοι το μέτρο μπροστά στον Θάνατο και το αληθινό μας μέγεθος απέναντι στη Φύση όταν εκείνη αγριεύει για να μας θυμίσει πως όλα τα ρέματα που μπαζώσαμε, όλα τα δάση που κάψαμε, όλα τα ποτάμια που ξεράναμε έχουν απλώς βρικολακιάσει: μοιάζουν νεκρά και πειθαρχημένα από την «ανάπτυξη», όμως μια μέρα ζωντανεύουν και μας εκδικούνται.
«Τι κάνεις, μωρέ πρωθυπουργέ;»
«Εγώ που είμαι συντοπίτης του και συνονόματος θα του τα πω: Τι κάνεις, μωρέ πρωθυπουργέ; Πού είσαι; Τι ελέγχεις; Ποιος θα πληρώσει γι’ αυτούς τους νεκρούς; Ποιος φταίει; Η φτώχεια μάς έφερε να ζούμε εδώ, δεν το διαλέξαμε. Πού είσαι;».Ο κύριος Αλέξανδρος με ένα καρότσι κουβαλάει ασταμάτητα λάσπη από την αυλή της γειτόνισσάς του.
Βασίλης Μαθιουδάκης
Η κυρία Χριστίνα ζει σ’ αυτό το σπιτάκι που χτίστηκε καμαράκι καμαράκι από το 1958: «Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο κακό, πρώτα ήρθε το βουητό και μετά το νερό, κατάπιε τα πάντα… Τι απέμεινε;
Ισως ούτε τα ντουβάρια δεν θα σωθούν, αλλά δεν πειράζει, ανθρώπους
χάσαμε… Αυτοί όμως που μπάζωσαν τα ρέματα, αυτοί που έπρεπε να έχουν
κάνει έργα για να συγκρατούν τα νερά, άραγε θα βρεθούν και θα πληρώσουν; Γι’ αυτό το έγκλημα θα βρεθεί ο φταίχτης;»
Μια κούκλα, ένα παπούτσι, μια φωτογραφία, κομμάτια μιας ζωής παρασυρμένα από το νερό. Τα παπούτσια κολλάνε στη λάσπη.
Ο Βαγγέλης Γάσπαρης είναι αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ομάδας Ερευνας και Διάσωσης: «Οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι κι αγριεμένοι, έντρομοι κι εξοργισμένοι. Το παραμικρό τούς κάνει έξαλλους. Επιτίθενται ακόμα και στους εθελοντές, επειδή φοράμε στολή και μας περνάνε για κρατικούς λειτουργούς. Εχουν υποστεί τεράστιο σοκ. Οι συνθήκες είναι δύσκολες, παρ’ όλο που τώρα έχουν ρεύμα σε αρκετά σημεία κι έχει φτάσει και νερό και τρόφιμα».
Η κυρία Ξένια έχει το φροντιστήριο αγγλικών στην πλατεία: «Απευθύνω ένα ερώτημα στους αρμόδιους: εμείς εδώ όλα θα τα ξαναχτίσουμε, θα επιμείνουμε. Αλλά είναι η πέμπτη φορά που πνιγόμαστε. Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη; Αυτή η τραγωδία έχει αυτουργούς, θα τους βρείτε;»
Αγρυπνοι και νηστικοί
Η πόλη μοιάζει βομβαρδισμένη: οι τοίχοι έχουν γκρεμιστεί, τα έπιπλα έχουν πεταχτεί στον δρόμο, οι δρόμοι έχουν καλυφθεί από λάσπη, σειρήνες ακούγονται από παντού.Οι άνθρωποι παλεύουν με το χάος: κάτοικοι με σκούπες, με φτυάρια, με κουβάδες, εργάτες με γερανούς που φορτώνουν αυτοκίνητα, αστυνόμοι και πυροσβέστες, εθελοντές κι απλοί πολίτες που φέρνουν με τα αυτοκίνητά τους τρόφιμα και νερά.
Κι όπως κάθε φορά που μας βρίσκει το κακό, υπάρχουν φάροι καταμεσής της καταιγίδας: οι πυροσβέστες, οι μικροί θεοί της σωτηρίας.
Φυσικά και δεν θέλουν να φωτογραφηθούν: «Τι σημασία έχει το πρόσωπό μου, δεσποινίς; Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε συνάδελφος, τη δουλειά μας κάνουμε».
Οι δυο άντρες είναι άγρυπνοι, νηστικοί, αφάνταστα ήρεμοι κι ευγενείς. Μετράνε κι οι δυο κάμποσα χρόνια στο Σώμα και λένε πως δεν έχουν μέτρο για να συγκρίνουν αυτό που αντιμετωπίζουν τώρα: η πλημμύρα στο Περιστέρι πριν από δύο χρόνια; Πιο παλιά στον Πειραιά;
«Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που έχει γίνει εδώ, υπάρχουν σημεία που το νερό φτάνει τα δύο μέτρα», λένε κι οι δυο.
«Η στάθμη του νερού είναι πάρα πολύ ψηλά στα υπόγεια, οι πολίτες μάς καλούν απεγνωσμένα και προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε ότι όλες μας οι κινήσεις στο πεδίο είναι συντονισμένες κι έχουν μια λογική σειρά: πρώτα πρέπει να απεγκλωβίσουμε τους ανθρώπους, να υπάρχει δίοδος για τους γιατρούς. Το χειρότερο είναι πως στην περιοχή υπάρχουν πάρα πολλά υπόγεια, το νερό μπήκε ορμητικά και το κύμα πήρε τους ανθρώπους ακόμα και στον ύπνο τους. Υπάρχουν πάρα πολλοί ηλικιωμένοι που ζουν στα υπόγεια, δεν αντέχουν μέσα σε τόση υγρασία, πρέπει να απομακρύνουν τους παππούδες και τις γιαγιάδες αμέσως από εδώ».
Ασφάλιστρα; Ας γελάσω...
Μέσα στα ερείπια προσπαθείς να μαντέψεις τι ακριβώς βρισκόταν εδώ πριν από μόλις δυο μέρες: ένα κομμωτήριο, ένας φούρνος, ένα οδοντιατρείο.«Ελα να σου δείξω κι αν τα καταφέρεις να μπεις μέσα σε τόση λάσπη, μαγκιά σου», μας λέει ένας άνθρωπος μέσα στο σκοτάδι.
Περπατάμε κάνοντας ζιγκ ζαγκ πάνω από πεσμένα δοκάρια και σπασμένες τζαμαρίες.
«Είμαι ο μικροβιολόγος, εδώ ήταν το εργαστήριό μου, έχουμε πνιγεί, έχουμε ξαναπνιγεί, πόσες φορές θα χρειαστεί να πνιγούμε ακόμα;»
Πιο δίπλα το μαγαζί με τα ρούχα. Ανάμεσα στις σπασμένες κούκλες, οι άνθρωποι γελάνε πικρά όταν τους ρωτάω για ασφάλιστρα και κάλυψη της ζημιάς.
«Θα αστειεύεσαι… Είναι η τρίτη φορά που χάνουμε τα πάντα. Αυτό δεν σώζεται με τίποτα».
Δίπλα ακριβώς είναι το σπίτι του Γιώργου: «Μόνο μη μου λερώσετε», μας λέει γελώντας καθώς ανοίγει την πόρτα.
Η λάσπη φτάνει ψηλά στους τοίχους, το κύμα πέταξε τις ηλεκτρικές συσκευές, αναποδογύρισε τα έπιπλα, τούμπαρε τα παιδικά κρεβάτια.
Εδώ το νερό όρμηξε από το παράθυρο του μπάνιου, σ’ άλλα σπίτια μπήκε από τις πόρτες, αλλού από τις αυλές.
Ο Γιώργος γυρεύει απαντήσεις σ’ ένα πλήθος από ερωτήσεις – όπως κι όλοι οι άλλοι: ποιος φταίει; Τι έγινε; Τι δεν έγινε και φτάσαμε εδώ; Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη; Κι άραγε, σε λίγους μήνες, θα θυμάται κανείς;
Αυτά τα λασπωμένα ερείπια ήταν κάποτε τα σπίτια τους. Αυτοί οι βομβαρδισμένοι δρόμοι ήταν κάποτε οι δρόμοι τους. Κι ετούτη εδώ η πνιγμένη πόλη ήταν κάποτε η πόλη τους.
Αυτά τα σπίτια, αυτοί οι δρόμοι, αυτή η πόλη θα μπορούσαν να είναι τα δικά μας. Κι όλοι αυτοί οι νεκροί είναι δικοί τους – και δικοί μας.
πηγή http://www.efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου