Οι
ιστορίες από τα συναξάρια και τα γεροντικά γράφτηκαν για να αφηγηθούν τις ζωές
κάποιων ανθρώπων από εμάς, όχι κάποιων σούπερ ηρώων και ημίθεων. Καταγράφηκαν
και έφτασαν στην αντίληψή μας για να βεβαιωθούμε ότι εμείς οι απλοί άνθρωποι
έχουμε δικαίωμα στη σωτηρία και ότι κάποιοι από εμάς ζώντας στην
καθημερινότητα, την ξεπέρασαν και βγήκαν στην άλλη άκρη που τους πήγε το πνεύμα
του Θεού κι από εκεί μας στέλνουν το χαιρετισμό τους μέσα από τις ιστορίες τους
που έφτασαν στ’ αυτιά μας. Συναξάρια απλών ανθρώπων που αναζητούν τη Ζωντανή
χαρά γράφονται μέχρι σήμερα.
Συναντηθήκαμε
με τη Δέσπω Κούλ, μια ογδονταπεντάχρονη αρχόντισσα, η οποία με ευγνωμοσύνη,
επειδή τον θυμηθήκαμε και θελήσαμε να αναφερθούμε σε γνωστές και άγνωστες
πτυχές του βίου του, μας μίλησε για τον γιο της τον διάσημο τραγουδιστή των ’80
Διονύση Θεοδόση που λίγο πριν πεθάνει εκάρη μοναχός. Μας αφηγήθηκε τη δική της
πορεία στο τραγούδι και μας μίλησε για τον δεύτερο σύζυγό της, τον Βενιαμίν που
ήταν Τούρκος και βαπτίστηκε στην Ελλάδα. Νονός στο μυστήριο ήταν ο γιος της
Διονύσης Θεοδόσης!
Έφηβος αλληλογραφούσε με μοναχούς
«Ο
Διονύσης μου επηρεάστηκε από τη γιαγιά του που ήταν άνθρωπος του Θεού, και
έγινε μοναχή προς το τέλος της ζωής της. Κάποτε ενώ βρισκόταν στην εφηβεία του,
βρήκαμε στη σερβάντα του σαλονιού ένα πακέτο με γράμματα. Ήταν η αλληλογραφία
που διατηρούσε με κάποιους άγνωστους σ’ εμάς μοναχούς στο Άγιο Όρος, από την
οποία διαπιστώσαμε πως το είχε βάλει σκοπό να καλογερέψει. Τρομάξαμε και
εξαφανίσαμε τα γράμματα, του απαγορεύσαμε να συνεχίσει τις επαφές του μαζί τους
και τον πείσαμε να συνεχίσει τις σπουδές του. Σπούδασε, πήγε στο εξωτερικό,
αλλά πολύ σύντομα τον κέρδισε το τραγούδι. Συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του
Ελληνικού τραγουδιού και έκανε σπουδαίες επιτυχίες. Είχε πολλή αγάπη για το
τραγούδι. Όμως είχε κρυφό μεράκι για το Όρος. Εμένα δεν μου το αποκάλυπτε αλλά
στην αδελφή του έλεγε συχνά “Θα γίνω πλούσιος με τα τραγούδια μου και μετά θα
τ’ αφήσω όλα και θα γίνω μοναχός” και εκείνη του απαντούσε πειραχτικά “Ωραία,
κάνε το για να σε κληρονομήσουν τ’ ανήψια σου”».
Η
Δέσπω Κουλ, η μητέρα του Διονύση ο οποίος ήταν παιδί της από τον πρώτο της
γάμο, ήταν και η ίδια τραγουδίστρια, τραγουδούσε όμορφα, την άκουσε κάποιος
μάνατζερ της εποχής και της πρότεινε να τραγουδά σε μαγαζιά. Ξεκίνησε στην
Ελλάδα και εν συνεχεία πήγε στο εξωτερικό. Τραγούδησε δημοτικά, κλέφτικα και
λαϊκά για τους Έλληνες στο Ισραήλ, στην Τουρκία και αλλού.
Ο Βενιαμίν
Σ’
ένα ταξίδι της στην Τουρκία συναντά τον δεύτερο σύζυγό της τον Τούρκο Βενιαμίν
Κουλ ο οποίος αν και μουσουλμάνος, από παιδί γνώριζε στον οικογενειακό κύκλο
του τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Η ζωή του, σαν σε σενάριο για κινηματογραφική
ταινία συνεχίστηκε στην Ελλάδα, βαπτίστηκε χριστιανός με νονό του τον Διονύση
Θεοδόση γιο της Δέσπως και παντρεύτηκε τη Δέσπω. Σήμερα, τα οστά του μαζί με
αυτά του Μοναχού Διονύση αναπαύονται στο μοναστήρι της μικράς αγίας Άννης στο
Άγιο Όρος.
Η
Δέσπω Κούλ μιλά στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» για εκείνη την εποχή. «Ο Διονύσης με
τον Βενιαμίν έμοιαζαν πολύ, τόσο που ο κόσμος έλεγε ότι ήταν γιος του. Ο γιος
μου είχε αγωνίες, δεν έβρισκε νόημα στο τραγούδι, ούτε στη ζωή του. Η αρχή για
την αλλαγή που θα συντελούνταν στη ζωή του έγινε όταν έμαθε πως μια φίλη του
γνωστή τραγουδίστρια συνάδελφός του είχε γίνει μοναχή κάπου στην Κρήτη. Τότε
αποφάσισε να τη βρει και να τη βοηθήσει να ξεφύγει από τη θρησκευτική παγίδα
στην οποία θεωρούσε ότι είχε πέσει. Όταν όμως την αντίκρισε συγκλονίστηκε από
τη βεβαιότητά της, το χαμόγελό της και τη σταθερότητα στην απόφασή της ν’
αφιερωθεί στον Θεό. Εκείνη του πρότεινε να επισκεφθεί το Άγιο Όρος και
συγκεκριμένα τον γέροντα Παΐσιο».
Συνάντηση με τον Άγιο Παΐσιο
Φίλος
του εκείνης της εποχής, ο Βασίλης Αντωνόπουλος, θεολόγος και μουσικός, μας
εμπιστεύτηκε για το άρθρο τη συνέχεια της διήγησης. «Ο Διονύσης μάς αποκάλυψε
την εμπειρία του με το Άγιο Όρος που τον συγκλόνισε. Για καιρό ζούσε σε ακραία
υπαρξιακά αδιέξοδα, δεν άντεχε την έλλειψη νοήματος. Μέχρι που συνάντησε τον
άγιο Παΐσιο, ο οποίος διέκρινε τον πόνο του, “Εσύ παιδί μου φέρνεις
πολύ πόνο, χρειάζεσαι να εξομολογηθείς και μάλιστα σ’ ένα καλό πνευματικό. Να
πας στη μικρά αγία Άννα και να μιλήσεις στον πατέρα Διονύσιο, είναι καλός και
θα σε βοηθήσει”.
Ο
Διονύσης ακολούθησε τη συμβουλή και κίνησε με τη βάρκα για τη μικρά Αγία Άννα.
Δίπλα του ένας μοναχός τού έπιασε κουβέντα και του συστήθηκε: πατήρ Διονύσιος
Μικραγιαννανίτης. Μετά την αρχική έκπληξη, έπιασαν την κουβέντα για λίγο, αλλά
ο Διονύσης θεώρησε ότι ήταν “καλαμπουρτζής” και δεν ήταν αυτή η εικόνα που
έτρεφε μέχρι τότε για έναν πνευματικό: δηλαδή έναν σοβαρό, ίσως και βλοσυρό
γέροντα.
Στον γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη
Η
ζωή, ωστόσο, υφαίνει το δικό της κέντημα και πετά στα σκουπίδια σαν ξέφτια τις
αβάσιμες ιδεοληψίες που μας αιχμαλωτίζουν, έτσι ο νεαρός τραγουδιστής ανεβαίνει
στα Κατουνάκια θέλοντας να εξομολογηθεί, όμως, στον γέροντα Εφραίμ. Περίμενε
αρκετά έξω από το κελί και δεν τον κάλεσαν. Έκανε να φύγει, όταν ένας υποτακτικός
βγαίνει από μέσα και τον φωνάζει “Διονύση, έλα μέσα σε θέλει ο γέροντας”.
Στάθηκε μπροστά στον γέροντα Εφραίμ, ο οποίος τον κοίταξε αμίλητος για μερικές
στιγμές, τον έπιασε δυνατά από τους ώμους και έπειτα του είπε “Σε
προβληματίζουν πολλά, να πας να εξομολογηθείς, πήγαινε στη μικρά αγία Άννα και
ψάξε για τον πατέρα Διονύσιο”. Δεν ήθελε περισσότερα. Έβγαλε φτερά στα πόδια. Ο
Διονύσης θα συναντήσει στο πρόσωπο του πατρός Διονυσίου τον άνθρωπο που θα τον
καθοδηγήσει στα πνευματικά αλλά και στη ζωή του. “Συνάντησα την αγάπη”, θα πει
αργότερα στους φίλους του στον κόσμο, “ο γέροντας είχε μια αγκαλιά γεμάτη
αγάπη”. Μετά την εξομολόγηση προχωρά στην αυλή του μοναστηριού, νιώθει χαρά
μεγάλη και μπροστά του συναντά έναν άγνωστο μοναχό του μοναστηριού, δεν τον
έχει ξαναδεί. Ο μοναχός τον ρωτά:
- Αδελφέ μου,
εξομολογήθηκες;
- Ναι αδελφέ μου.
Χωρίς να με ξέρει με αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει, έκλαιγα
κι εγώ. Μετά κάθισα στο τραπέζι κι ένιωθα ότι ήμουν στον παράδεισο. Ένιωθα
αποδοχή από τους αδελφούς, την αίσθηση ότι ο Θεός και η βασιλεία του είναι
κάπως έτσι, όλοι ένα, μια καρδιά κι ας ήμουν εκεί ένας ξένος.”»
Του
συνέβη μια φορά ένα γεγονός που περιγράφει στους φίλους του και είναι σα
βγαλμένο από γεροντικό αφήγημα. Ενώ αγωνιζόταν στα πνευματικά, ένα βράδυ μετά
τις 2, τελειώνοντας τη δουλειά του σε βραδινό κέντρο, προχωρούσε με τη μηχανή
του στους άδειους δρόμους και ήρθε σε πειρασμό να συναντηθεί με την παλιά του
ζωή. Ωστόσο, άκουσε μέσα του επιτακτικά μια δυνατή φωνή “Διονύση, πού πας;”.
Σταμάτησε, στάθηκε μερικά λεπτά και αφού σώπασε μέσα του και συνήλθε επέστρεψε
ασφαλής στο σπίτι του. Το πρωί, του τηλεφώνησε ο γέροντάς του. Τον ρώτησε τι
του συνέβη και του αφηγήθηκε ότι κατά τις 2 τα ξημερώματα ξύπνησε με αγωνία για
τον Διονύση και αμέσως πήγε στην εικόνα της Παναγίας και προσευχήθηκε.
Πηγή έμπνευσης
Εκείνη
την εποχή γράφτηκε και το πολυτραγουδισμένο
«Όσο κρατάει ένας καφές», αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν ότι το αφιέρωσε στον γέροντά
του.
Από
τότε, τουλάχιστον μια φορά τον μήνα μετά το τέλος του προγράμματος όπου
τραγουδούσε στην Αθήνα, ανέβαινε στη μηχανή του μέσα στη νύχτα και πήγαινε στο
Άγιο Όρος στον γέροντά του. Καθόταν κοντά του, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε
για λίγο, όσο κρατά ένας καφές. Σε στίχους Άλκη Αλκαίου και μουσική Θάνου
Μικρούτσικου το τραγούδι γίνεται πιο κατανοητό αν ξέρει κανείς τις συνθήκες που
γράφτηκε.
Αυτό το βράδυ μη μ’ αφήνεις μόνο
σ’ ένα ναρκοπέδιο γυρνώ,
αυτό το βράδυ που σε πίνω και στεγνώνω
ή θα σωθώ ή θα χαθώ.
Μείνε ακόμα λίγο
μέχρι που να ξεφύγω
και κράτησέ με αν θες
όσο κρατάει ένας καφές.
Μείνε ακόμα λίγο
μέχρι που να ξεφύγω
κι ύστερα πες μου "γεια"
και πως θα `ρθείς ξανά.
Αυτό το βράδυ μη μ’ αφήνεις μόνο
το μυαλό μου πάει στο κακό,
αυτό το βράδυ παρηγόρα μου τον πόνο
ξεγέλασέ με, αγάπη, σαν μωρό.
Η μεγάλη δοκιμασία
Η ασθένειά του, ωστόσο, έρχεται ν’ αλλάξει ριζικά το
τοπίο. Ξεκινά χημειοθεραπείες στο Λονδίνο. Οι επισκέψεις του στη μικρά αγία
Άννα πυκνώνουν, θέλει να γίνει μοναχός. Επιθυμεί να γίνει καλά και να αφιερώσει
τη ζωή του στον ησυχασμό. Ο γέροντάς του Διονύσιος κάνει την κουρά του και του
επιτρέπει να επισκέπτεται το νοσοκομείο στην Αγγλία χωρίς το ράσο. Κανείς δεν
γνωρίζει το μυστικό του, ούτε η μητέρα του Δέσπω, η οποία στέκεται στο πλάι του
τις τελευταίες του στιγμές και διαβάζει ένα βιβλίο που της έδωσε για το
περιβόλι της Παναγίας. Εντυπωσιάζεται με όσα της λέει για το Άγιο Όρος. Μέσα
της μιλά στον Θεό «Ας γίνει καλά και με την ευχή μου να έρθει να σε
υπηρετήσει». Ο Διονύσιος κάνει στο κρεβάτι του νοσοκομείου τις προσευχές του κι
εκείνη δεν ξέρει πως προσευχές και αρρώστια είναι ο μοναχικός του κανόνας. Η
Αγγλίδα νοσοκόμα μια μέρα θα της πει με άνευρη φωνή «he died». Η κηδεία θα
γίνει στην Ελλάδα. Θα παρευρεθούν ανάμεσα σε άλλους συγγενείς, φίλοι, γνωστοί
τραγουδιστές και μουσικοί, αλλά και ο γέροντάς του Διονύσιος. Ο π. Σπυρίδων θα
αποκαλύψει το μυστικό στη τελετή όταν πρέπει να πει τ’ όνομα του τεθνεώτος «o
δούλος του Θεού μοναχός Διονύσιος». Το εκκλησίασμα μένει έκπληκτο.
Ο μοναχός Διονύσιος θα ταφεί στη μικρά Αγία Άννα,
στον τόπο που ήθελε να μονάσει. Ο πατριός του και βαφτισιμιός του Βενιαμίν Κουλ
θα προσκυνά τον τάφο του συχνά, γνωρίζοντας τους Μικραγιαννανίτες από κοντά.
Επιθυμία του να ταφεί κι εκείνος κοντά στο παιδί του, όταν φύγει από αυτή τη
ζωή. Η επιθυμία του πραγματοποιείται. Θα αρρωστήσει λίγα χρόνια αργότερα και θα
φύγει κι αυτός από τη ζωή προσθέτοντας ακόμα μια απώλεια οδυνηρή στην
κυρα-Δέσπω που όταν πέρασαν τα τρία χρόνια της ταφής του, πήρε τα οστά και τα
πήγε στην Ουρανούπολη. Εκεί τα παρέλαβαν οι μοναχοί και τα έθαψαν δίπλα σε αυτά
του πνευματικού του πατέρα, νονού του αλλά και παιδιού του, μοναχού Διονυσίου.
Το κεφαλαιώδες μυστήριο της Εκκλησίας
δεν είναι οι αναγνωρισμένοι άγιοί της.
Είναι ο μη αναγνωρισμένος λαός της.
γράφει ο ποιητής Τάσος Θεοφιλογιανάκος.
Ο Χριστός ήρθε για να σώσει τον λαό και ο λαός είναι
κάτι πολύ ζωντανό, περιέχονται σε αυτόν στοιχεία ζωντανά που δεν μπαίνουν σε
κατηγορίες, δεν προσδιορίζονται, βιώνονται με αγωνία και θα φανερωθούν στη
μέλλουσα ζωή.
__________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου