Τα παιδιά που χάθηκαν εκείνη την άγρια χειμωνιάτικη νύχτα ακόμα
ταξιδεύουν στη θάλασσα, μαζί με τα χάρτινα καραβάκια που έφτιαχναν, μαζί
με τα όνειρά τους
Του Σπύρου Τζόκα*
«Την Πρωτοχρονιά θα είμαστε στο δικό μας σπίτι… Αυτή τη χρονιά θα μας επισκεφτεί και ο Αγιος Βασίλης. Υπομονή, καμάρια μου… Αυτή η χρονιά δεν θα είναι σαν τις άλλες. Θα έχετε και δώρα…»
«Εγώ θέλω ένα μικρό κουκλόσπιτο… να ζεσταθεί η κούκλα μου…»
Ηταν μια άγρια χειμωνιάτικη νύχτα, τέτοια που η θάλασσα δεν ήταν διόλου φιλική. Παραμονή Χριστουγέννων.
Σε κάποια ακτή του Ιονίου, απέναντι από τη χώρα μας, υπήρχε έντονη κινητικότητα. Αρκετοί άνθρωποι σαν σκιές μέσα στη νύχτα οργάνωναν ένα παράνομο ταξίδι. Οργάνωναν μια λαθραία είσοδο στην Ελλάδα, στις απέναντι, δηλαδή, ακτές του Ιονίου.
«Την Πρωτοχρονιά θα είμαστε στο δικό μας σπίτι….» έλεγε ο πατέρας.
Ο υποτιθέμενος καπετάνιος του μικρού σκάφους σχεδόν ούρλιαζε για να επιβιβαστούν στο σκάφος ένα πλήθος ανθρώπων που φαίνονταν ταλαιπωρημένοι και εξαθλιωμένοι. Οι άνθρωποι ήταν δυσανάλογοι με τη χωρητικότητα του σκάφους. Ωστόσο στοιβάχτηκαν σαν τα σακιά, ο ένας πλάι στον άλλον, για να ζεσταίνονται. Εκατό περίπου άνθρωποι σε ένα μικρό σκάφος, που κανονικά δεν χωρούσε πάνω από σαράντα άτομα.
Μεταξύ αυτών ήταν και οικογένειες και μικρά παιδιά. Μικρά παιδιά στην αγκαλιά των γονιών τους. Παγωμένα σφίγγονταν πάνω στα σώματα των αγαπημένων τους να ζεσταθούν. Αναζητούσαν και αυτά, όπως και οι γονείς τους, καλύτερη τύχη. Ηταν πρόσφυγες και έρχονταν από ταραγμένες περιοχές, από την Παλαιστίνη και από τη Συρία.
Ανάμεσά τους και τρία κορίτσια και ένα αγόρι από 3 έως 7 ετών, κυνηγημένα. Η μητέρα τους είχε σκοτωθεί σε βομβαρδισμό στη Συρία, όπου ζούσαν, και ο πατέρας τους, δάσκαλος στο επάγγελμα, τα μεγάλωνε μόνος του και αναζητούσε καλύτερη τύχη, όχι για τον ίδιο, αλλά για τα παιδιά του. Δεν τα άφηνε καθόλου από την αγκαλιά του. Με μια κουβέρτα σχισμένη και με ένα τζάκετ παλιό κάλυπτε τον κόσμο του, τη ζωή του.
«Εγώ θέλω ένα μικρό κουκλόσπιτο… να ζεσταθεί η κούκλα μου…» έλεγε το πιο μικρό κορίτσι.
Και οι έμποροι των ανθρώπινων ζωών ξεκίνησαν το ταξίδι για τη γη της επαγγελίας, με φωνές και βρισιές. Προηγουμένως είχαν φροντίσει να ξαφρίσουν τα ελάχιστα χρήματα που διέθεταν οι ταλαίπωροι πρόσφυγες για να τους περάσουν απέναντι. Και το ταξίδι για την Ιθάκη ξεκίνησε.
Το σκάφος, ενώ βρισκόταν στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κεφαλονιάς – Ζακύνθου, υπέστη βλάβη εξαιτίας της παλαιότητας και του βάρους στην κύρια μηχανή και έμεινε ακυβέρνητο. Αποτέλεσμα ήταν να παρασυρθεί από τα κύματα και να αναποδογυρίσει. Οι έμποροι, αυτοί που ζούσαν από τις ζωές των άλλων, εγκατέλειψαν πρώτοι το σκάφος.
Οι υπόλοιποι στη θάλασσα. Οι ταλαίπωροι άνθρωποι πάλευαν με τα κύματα για να σωθούν. Μεταξύ αυτών και ο δάσκαλος με τα παιδιά του. Εκλαιγαν και τους έδινε κουράγιο. Πάλεψε. Τα χεράκια των παιδιών του γλίστραγαν. Εβλεπε τα προσωπάκια τους θολά. Ζαλιζόταν, αλλά πάλευε. Ακουγε τις φωνές και συνερχόταν.
«Θα τα καταφέρουμε… θα τα καταφέρουμε. Αυτή τη χρονιά θα μας επισκεφτεί και ο Αγιος Βασίλης…»
Τίποτα. Δεν τα κατάφερε. Αυτή η χρονιά δεν ήταν σαν τις άλλες…
Ο δάσκαλος και τα τέσσερα παιδιά γραμμένα σε ένα δελτίο Τύπου μαζί με άλλους νεκρούς του ναυαγίου. Σχεδόν στα ψιλά η είδηση. Εξάλλου, μετανάστες ήταν. Κάποιοι επίσημοι έκαναν και δηλώσεις. Ηταν συγκλονισμένοι, είπαν. Τα παιδιά όμως ακόμα ταξιδεύουν στη θάλασσα, μαζί με τα χάρτινα καραβάκια που έφτιαχναν, μαζί με τα όνειρά τους.
«Εγώ θέλω ένα μικρό κουκλόσπιτο… να ζεσταθεί η κούκλα μου…»
YΓ. Σημαντική συμβολή στο κείμενο είχε η Ελίνα Τζόκα.
* Πανεπιστημιακός
Του Σπύρου Τζόκα*
«Την Πρωτοχρονιά θα είμαστε στο δικό μας σπίτι… Αυτή τη χρονιά θα μας επισκεφτεί και ο Αγιος Βασίλης. Υπομονή, καμάρια μου… Αυτή η χρονιά δεν θα είναι σαν τις άλλες. Θα έχετε και δώρα…»
«Εγώ θέλω ένα μικρό κουκλόσπιτο… να ζεσταθεί η κούκλα μου…»
Ηταν μια άγρια χειμωνιάτικη νύχτα, τέτοια που η θάλασσα δεν ήταν διόλου φιλική. Παραμονή Χριστουγέννων.
Σε κάποια ακτή του Ιονίου, απέναντι από τη χώρα μας, υπήρχε έντονη κινητικότητα. Αρκετοί άνθρωποι σαν σκιές μέσα στη νύχτα οργάνωναν ένα παράνομο ταξίδι. Οργάνωναν μια λαθραία είσοδο στην Ελλάδα, στις απέναντι, δηλαδή, ακτές του Ιονίου.
«Την Πρωτοχρονιά θα είμαστε στο δικό μας σπίτι….» έλεγε ο πατέρας.
Ο υποτιθέμενος καπετάνιος του μικρού σκάφους σχεδόν ούρλιαζε για να επιβιβαστούν στο σκάφος ένα πλήθος ανθρώπων που φαίνονταν ταλαιπωρημένοι και εξαθλιωμένοι. Οι άνθρωποι ήταν δυσανάλογοι με τη χωρητικότητα του σκάφους. Ωστόσο στοιβάχτηκαν σαν τα σακιά, ο ένας πλάι στον άλλον, για να ζεσταίνονται. Εκατό περίπου άνθρωποι σε ένα μικρό σκάφος, που κανονικά δεν χωρούσε πάνω από σαράντα άτομα.
Μεταξύ αυτών ήταν και οικογένειες και μικρά παιδιά. Μικρά παιδιά στην αγκαλιά των γονιών τους. Παγωμένα σφίγγονταν πάνω στα σώματα των αγαπημένων τους να ζεσταθούν. Αναζητούσαν και αυτά, όπως και οι γονείς τους, καλύτερη τύχη. Ηταν πρόσφυγες και έρχονταν από ταραγμένες περιοχές, από την Παλαιστίνη και από τη Συρία.
Ανάμεσά τους και τρία κορίτσια και ένα αγόρι από 3 έως 7 ετών, κυνηγημένα. Η μητέρα τους είχε σκοτωθεί σε βομβαρδισμό στη Συρία, όπου ζούσαν, και ο πατέρας τους, δάσκαλος στο επάγγελμα, τα μεγάλωνε μόνος του και αναζητούσε καλύτερη τύχη, όχι για τον ίδιο, αλλά για τα παιδιά του. Δεν τα άφηνε καθόλου από την αγκαλιά του. Με μια κουβέρτα σχισμένη και με ένα τζάκετ παλιό κάλυπτε τον κόσμο του, τη ζωή του.
«Εγώ θέλω ένα μικρό κουκλόσπιτο… να ζεσταθεί η κούκλα μου…» έλεγε το πιο μικρό κορίτσι.
Και οι έμποροι των ανθρώπινων ζωών ξεκίνησαν το ταξίδι για τη γη της επαγγελίας, με φωνές και βρισιές. Προηγουμένως είχαν φροντίσει να ξαφρίσουν τα ελάχιστα χρήματα που διέθεταν οι ταλαίπωροι πρόσφυγες για να τους περάσουν απέναντι. Και το ταξίδι για την Ιθάκη ξεκίνησε.
Το σκάφος, ενώ βρισκόταν στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κεφαλονιάς – Ζακύνθου, υπέστη βλάβη εξαιτίας της παλαιότητας και του βάρους στην κύρια μηχανή και έμεινε ακυβέρνητο. Αποτέλεσμα ήταν να παρασυρθεί από τα κύματα και να αναποδογυρίσει. Οι έμποροι, αυτοί που ζούσαν από τις ζωές των άλλων, εγκατέλειψαν πρώτοι το σκάφος.
Οι υπόλοιποι στη θάλασσα. Οι ταλαίπωροι άνθρωποι πάλευαν με τα κύματα για να σωθούν. Μεταξύ αυτών και ο δάσκαλος με τα παιδιά του. Εκλαιγαν και τους έδινε κουράγιο. Πάλεψε. Τα χεράκια των παιδιών του γλίστραγαν. Εβλεπε τα προσωπάκια τους θολά. Ζαλιζόταν, αλλά πάλευε. Ακουγε τις φωνές και συνερχόταν.
«Θα τα καταφέρουμε… θα τα καταφέρουμε. Αυτή τη χρονιά θα μας επισκεφτεί και ο Αγιος Βασίλης…»
Τίποτα. Δεν τα κατάφερε. Αυτή η χρονιά δεν ήταν σαν τις άλλες…
Ο δάσκαλος και τα τέσσερα παιδιά γραμμένα σε ένα δελτίο Τύπου μαζί με άλλους νεκρούς του ναυαγίου. Σχεδόν στα ψιλά η είδηση. Εξάλλου, μετανάστες ήταν. Κάποιοι επίσημοι έκαναν και δηλώσεις. Ηταν συγκλονισμένοι, είπαν. Τα παιδιά όμως ακόμα ταξιδεύουν στη θάλασσα, μαζί με τα χάρτινα καραβάκια που έφτιαχναν, μαζί με τα όνειρά τους.
«Εγώ θέλω ένα μικρό κουκλόσπιτο… να ζεσταθεί η κούκλα μου…»
YΓ. Σημαντική συμβολή στο κείμενο είχε η Ελίνα Τζόκα.
* Πανεπιστημιακός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου