Του Θοδωρή Γιάνναρου
Με βαριά βήματα κι αφηρημένα, ο άνδρας
περπατούσε κάτω από τον ήλιο, κρατώντας διαγώνια μπροστά στο στήθος του,
περασμένο, ένα μαύρο τσαντάκι, με πολλές θήκες. Το κρατούσε φυλαγμένο
στο στήθος του, σαν κάτι να φοβόταν… σαν όλη του η περιουσία να
βρισκόταν εκεί μέσα, φυλαγμένη. Ήταν καλοντυμένος, θα 'λεγε κανείς, και
όχι ιδιαίτερα μεγάλος… πενήντα-πενήντα πέντε χρονών και αρκετά
εμφανίσιμος. Τα μάτια του, μάτια αετού, έψαχναν έντονα στη μεγάλη
πλατεία, μέχρι που ξαφνικά κατευθύνθηκε σε ένα σκιερό παγκάκι και
κάθισε, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Αφέθηκε να κοιτά τον κόσμο που περνούσε
γύρω του. Λίγη ώρα αργότερα, έσκυψε στο τσαντάκι του, που εξακολουθούσε
να έχει περασμένο με τον ιμάντα διαγώνια στο στήθος του, έβγαλε ένα
μπλοκάκι και ένα μολύβι, άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο και με αργές
κινήσεις άρχισε να γράφει…
"Νιώθω πως είμαι
παγωμένος, μέσα σε αυτό το καυτό μεσημέρι. Τρέμω, κυριολεκτικά, αλλά
δεν νομίζω πως κρυώνω αληθινά. Μάλλον η ψυχή μου έχει παγώσει
συναισθηματικά. Μέσα μου κραυγάζω και οδύρομαι, αλλά κανένας δεν γυρίζει
να κοιτάξει, έστω και από απλή περιέργεια, προς το μέρος μου! Είναι
τόσο απόκοσμο αυτό το συναίσθημα. Είναι τόσο φοβιστικό να
σκέφτομαι πως ανεξάρτητα του τι θα συμβεί σε μένα, απολύτως τίποτα δεν
πρόκειται ν' αλλάξει. Η κοπέλα απέναντι θα συνεχίσει να περπατάει
κρατώντας τον σκύλο της στο λουράκι, ο μαύρος με τα σιντί θα συνεχίζει
να πλησιάζει ό,τι κινείται, και όλοι αυτοί, γύρω μου, θα συνεχίσουν να
κάνουν αυτό που κάνουν, ενώ δίπλα τους κάποιος έφυγε ή φεύγει… Τίποτα
δεν θα αλλάξει, τίποτα δεν θα προσφέρει κανείς σε μια ασήμαντη ψυχή…
γιατί κανείς, πια, δεν θέλει να νιώσει αυτό το κάτι δίπλα του. Οι
άνθρωποι είναι μεταλλαγμένοι, αναίσθητοι, ο καθένας για τον εαυτό του
πορεύεται, αλλά δεν ξέρουν πως ο επόμενος είναι ο εαυτός ο δικός
τους... Ποιος τους είπε πως θα τους ζητήσω βοήθεια;
Ποιος τους είπε
πως με νοιάζει ιδιαίτερα το μέλλον που έρχεται; Εγώ δεν θα 'λεγα πως
περιμένω κάποιο μέλλον, γιατί αυτό για μένα δεν είναι πια εδώ. Όλα τα
δευτερόλεπτα που έρχονται από το μέλλον δεν γίνονται ποτέ παρόν, αλλά
φεύγουν αμέσως και γίνονται ανάμνηση. Όλοι περπατούν, αλλά κανείς δεν
καταλαβαίνει πως το μέλλον μάς έχει αφαιρεθεί και το μόνο που έχουμε
είναι οι συνεχείς, νέες αναμνήσεις… τικ τακ… τικ τακ, ενώ αυτό συνεχίζει
την αέναη παραγωγή αναμνήσεων!
Δεν προλαβαίνω
να φοβηθώ, γιατί ακόμα και οι φόβοι γίνονται ανάμνηση πριν μπορέσω να
τους νιώσω, αλλά οι γύρω μου συνεχίζουν σαν τίποτε να μη συμβαίνει,
παρόλο που κάθε ημέρα δεκάδες χιλιάδες δευτερόλεπτα που φθάνουν από το
μέλλον γίνονται τόσο γρήγορα παρελθόν, που δεν προλαβαίνεις καν να τα
ζήσεις. Απλά περνάνε και σε προσπερνάνε…
Νομίζουν πως
πιστεύουν σε έναν Θεό. Και εγώ νομίζω πως θέλω να πιστεύω σε έναν Θεό, ή
τέλος πάντων σε κάτι που να είναι ανώτερο από τη δικιά μας μετριότητα
της σκέψης και τη ματαιοδοξία των πράξεων, και όταν πιάνω τον εαυτό μου
να πιστεύει, ηρεμώ, προς στιγμήν, αλλά αμέσως μετά γίνομαι έξαλλος με
την αδικία που χαρακτηρίζει αυτή την υπέρτατη δύναμη που μπορεί ανά πάσα
στιγμή να σου αφαιρέσει ό,τι έχεις νιώσει ως το πιο πολύτιμο… έτσι από
ένα 'ανώτερο' καπρίτσιο… Έτσι λοιπόν είναι! Η ζωή έρχεται πάντα από το
μέλλον, αλλά αμέσως γίνεται ανάμνηση, που πάντα έρχεται από το
παρελθόν. Εγώ ψάχνω το παρόν και το βρίσκω μόνο στις σκέψεις και τα
όνειρα που εγώ καθορίζω και που με αυτές και αυτά προγραμματίζω και το
μέλλον και τις αναμνήσεις μου. Όλα είναι προγραμματισμένα, τελικά, και
το μέλλον και το παρελθόν. Και τα δύο σε κουβαλούν και τα δύο σου
προσφέρουν συναισθήματα χαράς και λύπης… Τα μεν τα φαντάζεσαι… τα δε τα
θυμάσαι. Αλήθεια, πόσο απειροελάχιστο είναι το παρόν! Περιορίζεται μόνο
μεταξύ ενός σύντομου "τικ" και ενός, εξίσου, σύντομου "τακ". Αυτό είναι
όλο!
Κι όμως, όλοι σε
αυτό το διάστημα, που ουσιαστικά δεν υπάρχει, δέχονται αδιαμαρτύρητα το
πεπρωμένο που τους φέρνουν τα δευτερόλεπτα από το μέλλον, αλλά
προλαβαίνουν να προγραμματίσουν και τον αργό
τους θάνατο. Προλαβαίνουν να προκαθορίσουν τον χαμό του σπιτιού τους,
την απώλεια της δουλειάς τους, τον δημοκρατικό ξυλοδαρμό τους αν
τολμήσουν να διαμαρτυρηθούν και την καταστροφή των παιδιών τους, πριν
εκείνα καταφέρουν να μπορούν να αποφασίσουν μόνα τους… μέσα στο δικό
τους "τικ" και το δικό τους "τακ"…
Δεν έχω καν το
κουράγιο να τους μιλήσω και να τους προειδοποιήσω, γιατί ούτως ή
άλλως μάλλον δεν θα ενδιαφερθούν να μ' ακούσουν… Μάλλον θα με θεωρήσουν
παράξενο και γραφικό που θέλω να ζήσω το ελάχιστο παρόν, όσο αυτό είναι,
και να αρχίσω να νιώθω όσο πιο συνειδητά μπορώ και να απολαμβάνω στις
θύμησες που σωρεύονται πίσω, μπροστά και γύρω μου στον χωροχρόνο και που
παραμένουν σταθερές και ανεξίτηλες. Τελικά, όλοι ίδιοι είμαστε, είτε
μόνοι μας προκαλούμε αυτά που μας πονάνε, είτε μόνοι μας ανεχόμαστε αυτά
που άλλοι προκάλεσαν και μας πονούν. Όλοι είμαστε μαζί στην παρτίδα,
και εγώ ο ίδιος που σας κριτικάρω κάτω από του δέντρου τη σκιά, εκ του
ασφαλούς. Εγώ, άραγε, τι διαφορετικό έκανα; Και προκάλεσα και ανέχτηκα…
Δεν μπορώ να σας βρίζω, ούτε να σας διαγράψω από τη ζωή μου,
γιατί φοβάμαι πολύ τη μοναξιά. Είναι το μόνο που φοβάμαι πολύ. Έχω
ανάγκη να αισθάνομαι γύρω μου, έστω και μακριά, όλους αυτούς που με
προσπερνάνε και είτε προκάλεσαν είτε ανέχτηκαν αυτό που συμβαίνει στο
σύντομο παρόν μας…"
Ο άνδρας σταμάτησε
να γράφει και άναψε για τρίτη φορά τσιγάρο. Έσκισε τις σελίδες που
έγραψε και αφού τις δίπλωσε προσεκτικά τις άφησε πάνω στο παγκάκι,
βάζοντας μια μικρή πέτρα για βάρος, για να εμποδίσει τον αέρα να τις
πάρει, ελπίζοντας πως κάποιος μπορεί να ενδιαφερθεί να διαβάσει αυτά που
δεν τόλμησε ποτέ να πει… Σηκώθηκε και κρατώντας το τσιγάρο στο
στόμα χάθηκε μέσα στα στενά της Αθήνας, της πόλης που τόσο αγαπούσε…
Είχε αποφασίσει τι ήθελε να κάνει και, όλως παραδόξως, ηρέμησε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου