— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία Γιατί ενύχτωσε κ’ οι
βάρβαροι δεν ήλθαν. κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν). Και
μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η
πλατέες, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. κι όλοι γυρνούν στα
σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι; . Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς
βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Περιμένοντας τους Bαρβάρους (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος)
Μεγάλο σούσουρο στις πλατειές την Κυριακή, ψίθυροι , μελιστάλαχτες
υποσχέσεις , φωτογραφίες κουρασμένων σε ηλικία, αλλά με το πρόσωπο
στραμμένο στο άγνωστο κοιτώντας την επερχόμενη αλλαγή.
Γύρω από τα κιόσκια μαζεμένα παιδία μιας άλλης ηλικίας που νεάζοντας
αδημονούν να σε αγκαλιάσουν να σου πουν ότι δεν σε ξέχασαν, πως έχασαν το
τηλέφωνο σου, δείχνουν την χαρά τους που σε βλέπουν και σε ρωτούν για την
οικογένεια, αλλά αν παρατηρήσεις τα μάτια τους σε προσμετρούν σε ζυγίζουν
ψυχρά και το μυαλό τους υπολογίζει πόσες μονάδες θα πάρουν από σένα πόσους
ψήφους, αν κοιτάξεις ακόμα καλύτερα τα μάτια τους, τότε θα δεις πως σαν να
έχουν πάθει στραβισμό γιατί δεν κοιτάνε μόνο εσένα αλλά σαν ραντάρ παίζουν
αριστερά δεξιά μην χάσουν κάποια κίνηση από το κοπάδι που βρίσκετε μπροστά
του.
Και όταν σε αποχαιρετήσει μετά από το λογύδριο που θα σου βγάλει κοντά στο
αυτί μην τυχόν και ακούσουν οι γύρω τι σου λέει το χέρι του δεν θα είναι ζεστό
αλλά γεμάτο ιδρώτα ρυπαρό από την αγωνία να σε πείσει μέσα στο πεντάλεπτο
των αβροτήτων ότι είναι εδώ για σένα και για όλους τους υπολοίπους.
Και απότομα σε χτυπά στην πλάτη με βιασύνη για να πάει στον επόμενο δεν θέλει να χάσει τον στόχο του απλά εσύ είσαι άλλο ένα πρόβατο που μαρκαρίστηκες και έχει ακόμα πολλά μπροστά του.
Μέσα στο κιόσκι τρέχουν σαν τρελοί να σου δώσουν το φάκελο φουσκωμένο τίγκα στο ψηφοδέλτιο. Αυτοί είναι λιγομίλητοι απλά όταν στον δώσουν περιμένουν την επιβεβαίωση από σένα ότι θα τον ανοίξεις και θα τον χρησιμοποιήσεις και τότε γυρίζουν όλο χαρά και ψιθυρίζουν την επιτυχία του αρχηγού τους στους άλλους με λόγια ανείπωτου θαυμασμού γλοιότητας και απύθμενης αγάπης και δόξας προς τον αρχηγό τους για να του δήξουν ότι κάνουν σωστά το έργο τους.
Εξάλλου αυτή είναι η ευκαιρία τους να δήξουν ότι αυτά που του ζήτησαν πρέπει να τα κάνει γιατί ήταν καλοί εργάτες συναγωνιστές (της επερχομένης συμφοράς του κοπαδιού). Λίγο ποιο περά πίσω από την κουρτίνα κάποιοι ακόνιζαν τα μαχαίρια………………..
Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα ταραγμένος φοβισμένος από τον εφιάλτη ή μήπως από την προφητική εικόνα του ονείρου. Σηκώθηκα κοίταξα την γυναίκα μου που ήταν ήδη όρθια και κοιτούσε κάτι με αγωνία στο ψυγείο, την πλησίασα και την αγκάλιασα προσπαθώντας να ανακουφιστώ από την αγωνία του εφιάλτη, αλλά εκείνη με απώθησε κοιτώντας τους λογαριασμούς που κρέμονταν στο ψυγείο σαν κολάζ με διάφορες εικόνες αλλά αντί για εικόνες είχε αριθμούς και ειδοποιήσεις.
Θα μας κόψουν το ρεύμα, Μιχάλη τι θα κάνουμε ; Έχουμε και την τράπεζα που μας έστειλε το ειδοποιητήριο για την κατάσχεση σε μια εβδομάδα, Μιχάλη τι θα κάνουμε, πες μου; Ένοιωσα σαν να ήμουν ακόμα στον εφιάλτη απλά άλλαξε η σκηνή και χαρακτήρες, άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου να τσιμπώ το μπράτσο μου προσπαθώντας να ξυπνήσω αλλά ματαία δεν ήταν όνειρο ήταν η πραγματικότητα η σκληρή καθημερινότητα της ανεργίας, της πείνας, της ανέχειας που σκοτώνει τα πάντα, ένας εφιάλτης που τον ζεις καθημερινά με τα μάτια ανοιχτά και της αισθήσεις σε εγρήγορση, να κοιτάξεις από την πόρτα αν ήρθε το συνεργείο της ΔΕΗ ή της ΕΥΔΑΠ ή ακόμα και ο κλητήρας, μαζί με την αστυνομία να σε πετάξει από το σπίτι που με τόσους κόπους έκανες.
Νοιώθω το στόμα μου πικρό θέλω έναν καφέ ένα τσιγάρο έστω και από αυτά που πουλάνε στις λαϊκές γιατί τα κανονικά είναι απαγορευμένα λόγο κόστους. Πάω στον νιπτήρα να πλύνω το ρυτιδιασμένο μου πρόσωπο πριν τέσσερα χρόνια δεν ήταν έτσι ούτε είχα άσπρες τρίχες στα λιγοστά μαλλιά που μου απόμειναν, κοιτώ στον καθρέπτη και βλέπω κάποιον άλλο, κάποιον που δεν θυμίζει τον Μιχάλη που ήξερα. Βγαίνω κοιτώ τον ήλιο από το παράθυρο και γυρνώ και της λέω: Ρίτσα σήμερα είναι Κυριακή πάμε μια βόλτα αλλά όχι κοντά σε πλατείες, μακριά από πλατείες. Με κοιτάζει και με ξαναρωτά Μιχάλη τι θα κάνουμε ; Ξέρω τι πρέπει να κάνουμε, ήρθε η ώρα να αντισταθούμε.
Όλοι μαζί να διώξουμε αυτά τα εξαμβλώματα από πάνω μας.
Όλοι κάτω από την Ελληνική σημαία και Τον Θεό μας.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ.
Ασημακόπουλος Π. Μιχαήλ
ΔΕΝ ΑΝΗΚΩ ΣΕ ΚΟΜΜΑ
ΕΙΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΣ
ΕΙΜΑΙ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
ΕΙΜΑΙ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
ΕΙΜΑΙ ΧΩΡΙΣ ΡΕΥΜΑ
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ
ΕΙΜΑΙ , ΕΣΥ
Περιμένοντας τους Bαρβάρους (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος)
Μεγάλο σούσουρο στις πλατειές την Κυριακή, ψίθυροι , μελιστάλαχτες
υποσχέσεις , φωτογραφίες κουρασμένων σε ηλικία, αλλά με το πρόσωπο
στραμμένο στο άγνωστο κοιτώντας την επερχόμενη αλλαγή.
Γύρω από τα κιόσκια μαζεμένα παιδία μιας άλλης ηλικίας που νεάζοντας
αδημονούν να σε αγκαλιάσουν να σου πουν ότι δεν σε ξέχασαν, πως έχασαν το
τηλέφωνο σου, δείχνουν την χαρά τους που σε βλέπουν και σε ρωτούν για την
οικογένεια, αλλά αν παρατηρήσεις τα μάτια τους σε προσμετρούν σε ζυγίζουν
ψυχρά και το μυαλό τους υπολογίζει πόσες μονάδες θα πάρουν από σένα πόσους
ψήφους, αν κοιτάξεις ακόμα καλύτερα τα μάτια τους, τότε θα δεις πως σαν να
έχουν πάθει στραβισμό γιατί δεν κοιτάνε μόνο εσένα αλλά σαν ραντάρ παίζουν
αριστερά δεξιά μην χάσουν κάποια κίνηση από το κοπάδι που βρίσκετε μπροστά
του.
Και όταν σε αποχαιρετήσει μετά από το λογύδριο που θα σου βγάλει κοντά στο
αυτί μην τυχόν και ακούσουν οι γύρω τι σου λέει το χέρι του δεν θα είναι ζεστό
αλλά γεμάτο ιδρώτα ρυπαρό από την αγωνία να σε πείσει μέσα στο πεντάλεπτο
των αβροτήτων ότι είναι εδώ για σένα και για όλους τους υπολοίπους.
Και απότομα σε χτυπά στην πλάτη με βιασύνη για να πάει στον επόμενο δεν θέλει να χάσει τον στόχο του απλά εσύ είσαι άλλο ένα πρόβατο που μαρκαρίστηκες και έχει ακόμα πολλά μπροστά του.
Μέσα στο κιόσκι τρέχουν σαν τρελοί να σου δώσουν το φάκελο φουσκωμένο τίγκα στο ψηφοδέλτιο. Αυτοί είναι λιγομίλητοι απλά όταν στον δώσουν περιμένουν την επιβεβαίωση από σένα ότι θα τον ανοίξεις και θα τον χρησιμοποιήσεις και τότε γυρίζουν όλο χαρά και ψιθυρίζουν την επιτυχία του αρχηγού τους στους άλλους με λόγια ανείπωτου θαυμασμού γλοιότητας και απύθμενης αγάπης και δόξας προς τον αρχηγό τους για να του δήξουν ότι κάνουν σωστά το έργο τους.
Εξάλλου αυτή είναι η ευκαιρία τους να δήξουν ότι αυτά που του ζήτησαν πρέπει να τα κάνει γιατί ήταν καλοί εργάτες συναγωνιστές (της επερχομένης συμφοράς του κοπαδιού). Λίγο ποιο περά πίσω από την κουρτίνα κάποιοι ακόνιζαν τα μαχαίρια………………..
Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα ταραγμένος φοβισμένος από τον εφιάλτη ή μήπως από την προφητική εικόνα του ονείρου. Σηκώθηκα κοίταξα την γυναίκα μου που ήταν ήδη όρθια και κοιτούσε κάτι με αγωνία στο ψυγείο, την πλησίασα και την αγκάλιασα προσπαθώντας να ανακουφιστώ από την αγωνία του εφιάλτη, αλλά εκείνη με απώθησε κοιτώντας τους λογαριασμούς που κρέμονταν στο ψυγείο σαν κολάζ με διάφορες εικόνες αλλά αντί για εικόνες είχε αριθμούς και ειδοποιήσεις.
Θα μας κόψουν το ρεύμα, Μιχάλη τι θα κάνουμε ; Έχουμε και την τράπεζα που μας έστειλε το ειδοποιητήριο για την κατάσχεση σε μια εβδομάδα, Μιχάλη τι θα κάνουμε, πες μου; Ένοιωσα σαν να ήμουν ακόμα στον εφιάλτη απλά άλλαξε η σκηνή και χαρακτήρες, άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου να τσιμπώ το μπράτσο μου προσπαθώντας να ξυπνήσω αλλά ματαία δεν ήταν όνειρο ήταν η πραγματικότητα η σκληρή καθημερινότητα της ανεργίας, της πείνας, της ανέχειας που σκοτώνει τα πάντα, ένας εφιάλτης που τον ζεις καθημερινά με τα μάτια ανοιχτά και της αισθήσεις σε εγρήγορση, να κοιτάξεις από την πόρτα αν ήρθε το συνεργείο της ΔΕΗ ή της ΕΥΔΑΠ ή ακόμα και ο κλητήρας, μαζί με την αστυνομία να σε πετάξει από το σπίτι που με τόσους κόπους έκανες.
Νοιώθω το στόμα μου πικρό θέλω έναν καφέ ένα τσιγάρο έστω και από αυτά που πουλάνε στις λαϊκές γιατί τα κανονικά είναι απαγορευμένα λόγο κόστους. Πάω στον νιπτήρα να πλύνω το ρυτιδιασμένο μου πρόσωπο πριν τέσσερα χρόνια δεν ήταν έτσι ούτε είχα άσπρες τρίχες στα λιγοστά μαλλιά που μου απόμειναν, κοιτώ στον καθρέπτη και βλέπω κάποιον άλλο, κάποιον που δεν θυμίζει τον Μιχάλη που ήξερα. Βγαίνω κοιτώ τον ήλιο από το παράθυρο και γυρνώ και της λέω: Ρίτσα σήμερα είναι Κυριακή πάμε μια βόλτα αλλά όχι κοντά σε πλατείες, μακριά από πλατείες. Με κοιτάζει και με ξαναρωτά Μιχάλη τι θα κάνουμε ; Ξέρω τι πρέπει να κάνουμε, ήρθε η ώρα να αντισταθούμε.
Όλοι μαζί να διώξουμε αυτά τα εξαμβλώματα από πάνω μας.
Όλοι κάτω από την Ελληνική σημαία και Τον Θεό μας.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ.
Ασημακόπουλος Π. Μιχαήλ
ΔΕΝ ΑΝΗΚΩ ΣΕ ΚΟΜΜΑ
ΕΙΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟΣΤΡΑΤΟΣ
ΕΙΜΑΙ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
ΕΙΜΑΙ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
ΕΙΜΑΙ ΧΩΡΙΣ ΡΕΥΜΑ
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ
ΕΙΜΑΙ , ΕΣΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου