Παρουσιάζεται το τι ισχύει σε ό,τι αφορά την καταγγελία σύμβασης χωρίς καταβολή αποζημίωσης.
Κατά την παρ.3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 § 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη θεωρείται έγκυρη εφόσον
έχει γίνει εγγράφως,
έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και
έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή
έχει ασφαλισθεί ο απολυόμενος.
Από
την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή με την
ποινή της ακυρότητας πρέπει
να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση
βούλησης του εργοδότη για την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης πρέπει
να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και το τελευταίο αυτό να
εγχειρισθεί, καθ` οιονδήποτε τρόπο, στον απολυόμενο, ώστε να μπορεί να
λάβει γνώση του περιεχομένου του, καθώς και
ότι η καταγγελία, εκτός
από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις (υποβολή μήνυσης
για αξιόποινη πράξη, ανωτέρα βία), ανεξάρτητα από το λόγο που την
προκάλεσε, πρέπει να συνοδεύεται με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης
στον απολυόμενο.
Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή
και όταν κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη, εκτός των
ανωτέρω περιπτώσεων, υπαίτια μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση των από
τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων του μισθωτού.
Συνεπώς κάθε φορά που ο εργοδότης που καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας ενός εργαζομένου οφείλει να του καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ανάλογα αν η καταγγελία είναι
τακτική (με προειδοποίηση) ή
άτακτη (χωρίς προειδοποίηση).
Σε
περίπτωση δε που δεν καταβάλει αποζημίωση, η καταγγελία θεωρείται άκυρη
και ο εργαζόμενος μπορεί να αιτηθεί μισθούς υπερημερίας, εκτός
συγκεκριμένων εξαιρέσεων που
είτε προβλέπονται στο νόμο
είτε έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά, προκειμένου να καλύψουν κενά του νόμου.
Ενδεικτικές περιπτώσεις εξαιρέσεων είναι:
i. Ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και να μην καταβάλλει αποζημίωση σε περίπτωση που ο εργαζόμενος διαπράξει κατά την άσκηση της υπηρεσίας του αξιόποινη πράξη και ο εργοδότης υποβάλλει μήνυση κατά αυτού. Πρόκειται για μορφή έκτακτης καταγγελίας, η οποία ωστόσο τελεί υπό την αίρεση ότι ο μισθωτός θα καταδικαστεί.
Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι εάν ο μισθωτός απαλλαγεί λόγω παραγραφής ή λόγω έμπρακτης μετάνοιας, τότε η απόλυση θεωρείται έγκυρη και δεν οφείλεται αποζημίωση.
Σε περίπτωση απαλλαγής του μισθωτού είτε λόγω αμφιβολίας είτε λόγω έλλειψης των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων της αξιόποινης πράξης, τότε η καταγγελία εξακολουθεί μεν να ισχύει (αν ο εργοδότης είχε τηρήσει τον έγγραφο τύπο) χωρίς να απαιτείται εκ νέου καταγγελία, αλλά ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει την εκ του νόμου αποζημίωση μετά την κοινοποίηση σε αυτόν της απαλλακτικής (αθωωτικής) απόφασης. Εάν δεν την καταβάλλει, η απόλυση θα είναι άκυρη και θα οφείλει μισθούς υπερημερίας.
Επίσης, άκυρη θα θεωρηθεί η απόλυση αν κριθεί ότι η υποβολή μήνυσης έγινε προσχηματικά και άρα καταχρηστικά.
ii. Λόγος για καταγγελία χωρίς την καταβολή αποζημίωσης είναι και η ανώτερη βία.
Ως ανώτερη βία θεωρείται κάθε τυχηρό γεγονός που δεν θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί ακόμη και με άκρα επιμέλεια του εργοδότη. Έτσι για παράδειγμα, η οριστική και ολική διακοπή των εργασιών μιας επιχείρησης αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, στο βαθμό βέβαια που η διακοπή αυτή δεν αποτελεί απόρροια οικονομικών λόγων ή κακής διαχείρισης της επιχείρησης ή ακόμη και σε λόγους που ανάγονται στην περιρρέουσα κακή οικονομική κατάσταση. Αντιθέτως, ως ανώτερη βία μπορεί να θεωρηθεί η αιφνίδια και βαριά ασθένεια του εργοδότη, η διαταγή της αρχής για κλείσιμο της επιχείρησης κ.λπ.
Ειδικό ζήτημα αποτελεί η πτώχευση του εργοδότη. Η τελευταία, επίσης, οδηγεί σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας από τον σύνδικο, ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση δεν απαιτείται η άμεση καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης προκειμένου αυτές να θεωρηθούν έγκυρες. Δηλαδή, δεν απαλλάσσεται ο εργοδότης από την καταβολή της αποζημίωσης, οι εργαζόμενοι όμως θα ικανοποιηθούν ως προς αυτήν από το εκπλειστηρίασμα.
iii. Ο εργοδότης μπορεί, τέλος, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς την ανάγκη καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση που ο μισθωτός εμμένει στη συνέχιση απεργίας που έχει κριθεί παράνομη καθώς επίσης, και στην περίπτωση της αυθαίρετης απουσίας από την εργασία του.
Για παράδειγμα, η επίσχεση εργασίας σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αυθαίρετη απουσία, εντούτοις η πρόσφατη νομολογία δέχεται ότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση.
Η δυνατότητα, λοιπόν, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας χωρίς αποζημίωση απόλυσης από τον εργοδότη μπορεί να γίνει μόνο όταν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η νομολογία μεταβάλλεται και προσαρμόζεται στο περιβάλλον εντός του οποίου καλείται να ερμηνεύσει τους νόμους.
iv. Σε περίπτωση που ο ίδιος ο μισθωτός με τη συμπεριφορά του εξαναγκάζει τον εργοδότη σε απόλυσή του, επίσης δεν οφείλεται αποζημίωση κατά την καταγγελία. Η συμπεριφορά του μισθωτού πρέπει να είναι προκλητική ή έκδηλη αντισυμβατική. Απαιτείται δηλαδή όχι μόνο ο μισθωτός να παραβιάζει τις από τη σύμβαση και το νόμο υποχρεώσεις του, αλλά και να υφίσταται δόλος εκ μέρους του, δηλαδή η συμπεριφορά του αυτή να έχει ως σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προκειμένου να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση που διαφορετικά (π.χ. εάν παραιτούνταν) δεν θα δικαιούνταν.
Ο Άρειος Πάγος με την ΑΠ 793/2020 απόφασή του έκρινε νόμιμη την καταγγελία σύμβασης χωρίς καταβολή αποζημίωσης:
Όταν
ο μισθωτός δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή εκπληρώνει
αυτές κακόβουλα και συγκεκριμένα με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει
τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει την αποζημίωση.
Ειδικότερα ο ΑΠ στην 793/2020 απόφαση διατυπώνει συνοπτικά αποφαίνεται ότι:
Όταν ο μισθωτός
δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή
εκπληρώνει
αυτές κακόβουλα και συγκεκριμένα με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει
τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει την αποζημίωση του ν.
2112/1920, στην οποία και μόνο αποβλέπει,
τότε
η ενάσκηση της αξίωσης για αποζημίωση λόγω απόλυσης ή
η
προβολή της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω μη τήρησης των ανωτέρω
διατυπώσεων του νόμου και η εντεύθεν αναγνώριση της υπερημερίας του
εργοδότη περί την αποδοχή των υπηρεσιών προς αυτόν του ενάγοντος
μισθωτού υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή
πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του
δικαιώματος και συνεπώς μπορούν να αποκρουσθούν με την προβολή από τον
εργοδότη της ένστασης από το άρθ. 281 ΑΚ για καταχρηστική άσκηση των ως
άνω δικαιωμάτων του μισθωτού. (ΑΠ 222/2019,ΑΠ 2241/2013). Δηλαδή, είναι
νόμιμη η καταγγελία σύμβασης χωρίς καταβολή αποζημίωσης.
Παλαιολόγος Ι. Λιάζος, Εργασιακός και Ασφαλιστικός Σύμβουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου