Σε ξέχασαν όλοι τους, μα εσύ δεν ξέχασες ποτέ κανέναν.
Σε αφήσανε μοναχή σου, όλοι εκείνοι που εσύ δεν τους παράτησες ποτέ σου.
Σε ξέχασαν σε έναν καναπέ, μπροστά από μια οθόνη, με ανόητες σαπουνόπερες, ανιαρά δελτία ειδήσεων, άθλιες κουτσομπολίστικες εκπομπές και λίγο διαδίκτυο και social media, που τώρα πια είναι η μόνη συντροφιά σου, κι όλοι αυτοί που θα έπρεπε να σε συντροφεύουν, τραβήξανε τον δρόμο τους, που εσύ δεν έχεις θέση.
Κάποτε ήσουνα σύντροφος, μα τώρα ο σύντροφος σου δεν θυμάται, ποια ήσουνα, τι σήμαινες, τι του έδωσες, πόσες φορές τον στήριξες, κι εσένα τώρα σε αφήνει να αιωρείσαι στο κενό σου.
Περάσανε τα χρόνια μάτια μου θλιμμένα, κι αφού όλοι τους σου πήρανε ό,τι είχες να τους δώσεις, αφού σε στύψανε, τώρα δεν σε χρειάζονται άλλο.
Πέρασε γαμώτο σχεδόν όλη η ζωή σου, κι όλοι εκείνοι που δικαίως σε αποκαλούσαν ουρανό τους, σε πέταξαν στα χώματα, σε αφήσανε εκεί. κι αυτοί άνοιξαν τα φτερά τους.
Πέρασε κι η νιότη σου, πάει, κι αυτός που κάποτε σε επέλεξε για μάνα των παιδιών του, αυτός που κάποτε σε κοίταζε στα μάτια, σήμερα σου ρίχνει μόνο βλέμματα οίκτου, απαξίωσης και περιφρόνησης.
Αυτός που κάποτε ήταν η αγκαλιά σου και σε κοίμιζε μέσα σε αυτήν, σήμερα σε αφήνει μόνη σου, σε ένα τραπέζι με την απέναντι καρέκλα του αδειανή, σε ένα κρεβάτι μοναξιάς κι αγκαθερό ή αν είναι πάνω στο κρεβάτι, εσύ βλέπεις την πλάτη του κι όχι την αγκαλιά του.
Αυτός που σου ορκίστηκε αιώνια αγάπη, τον άλλαξε τον αιώνα του μέσα σε λίγες δεκαετίες, και τώρα αγαπάει μόνο τον εαυτούλη του.
Αυτός που κάποτε σε έκαιγε με έρωτα, τώρα σε καίει με την αδιαφορία του.
Περάσανε τα χρόνια κι εσύ σκορπίστηκες κι απόμεινες ένας πόνος βουβός, μια μοναξιά σαν πρόωρος θάνατος, κι ένα αναπάντητο “γιατί” να σακατεύει την ψυχή σου.
Περάσανε τα χρόνια, κι όλο σου το κορμί πονάει από το δόσιμο, τα δάκτυλα σου μουδιάζουν απ΄ την κούραση, οι αρθρώσεις σου διαμαρτύρονται απ΄ την πολύ κατάχρηση, μα ο πιο μεγάλος πόνος σου δεν είναι αυτός, είναι όλα εκείνα που βίαια συνειδητοποιείς!
Πού πήγανε όλοι; Αναρωτιέσαι.
Εγώ τι έκανα για μένα; Ρωτάς τον εαυτό σου, κι η απάντηση του “τίποτα”, σε κόβει.
Πώς γυρνάει η ζωή μου πίσω; Σκέφτεσαι κι ένα δάκρυ σου πιέζεται να βγει.
Γιατί κανείς δεν με ρωτάει τι κάνω κι αν θέλω κάτι; Συλλογιέσαι κι ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό σου και σε πνίγει.
Το ξέρω, θα διαβάσεις αυτό το κείμενο και θα σε πιάσει ένα παράπονο, θα σε πλακώσει ένα βάρος, θα κλάψεις σιωπηλά, όπως σιωπηλή και περίπου αόρατη μένεις τόσα χρόνια.
Μα δεν γράφω για αυτό ετούτες τις αράδες, προς Θεού, δεν είναι ο στόχος μου να σε στεναχωρήσω. Αυτό που θέλω πρώτα από όλα, είναι να σου απονείμω φόρο τιμής, για όλα όσα έκανες, για όσα έχεις προσφέρει, κι ας τα έχουνε ξεχάσει κάποιοι αχάριστοι. Κι ύστερα, θέλω να το διαβάσουνε όσοι σε παραπέταξαν, σαν ρούχα παλιό και φορεμένο, σε έναν καναπέ και μπροστά από μια οθόνη, και να τους πω, “ντροπή σας ρε”!
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου