Αυτό το παράθυρο πριν έναν μήνα ήταν ανοιχτό...
Το είχα αρχικά εντοπίσει στις βόλτες μου κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Ήταν ανοιχτό και πάντα πίσω από τα κάγκελα υπήρχε το πρόσωπο μιας γιαγιάς. Θυμάμαι που έβγαινα την καθιερωμένη μου βόλτα στη γειτονιά και τη συναντούσα πάντα εκεί, με τα χέρια στο πρεβάζι να κοιτάζει έξω, να κοιτάζει τους περαστικούς, να χάνεται το βλέμμα της στη σιωπή του δρόμου.
Από διακριτικότητα, ντρεπόμουν να της μιλήσω.
Τι να της πω;
Δεν με γνώριζε, δεν ήθελα να χαλάσω την ησυχία της, δεν ήθελα να με παρεξηγήσει. Από την άλλη, δεν ένιωθα άνετα να την προσπερνάω, στον ίδιο δρόμο ζούσαμε και εκείνο το παράθυρο στο ισόγειο ήταν σχεδόν στο ύψος του κεφαλιού μου, δύσκολο να το αγνοήσω.
Μάζεψα μια μέρα το κουράγιο μου και της είπα το πρώτο Καλησπέρα!
Φώτισε το πρόσωπό της! «Καλησπέρα αγόρι μου» μου είπε και ένιωσα μια τεράστια χαρά που δεν άφησα την αποξένωση της μεγάλης πόλης να νικήσει…
Η καραντίνα πέρασε και ακολούθησαν πολλές Καλημέρες και Καλησπέρες.
Εκείνη πάντα εκεί, πίσω από τα κάγκελα κι εγώ ελεύθερος, έξω στο δρόμο, ένιωθα σαν ταχυδρόμος που κάθε μέρα της έδινα ένα προφορικό «γράμμα»…
Επέστρεψα από τις καλοκαιρινές διακοπές, ήρθε το φθινόπωρο και παρατήρησα ότι το παράθυρο ήταν κλειστό.
Πέρασα πρωί, πέρασα απόγευμα, πέρασα Δευτέρα, πέρασα Παρασκευή αλλά το γνώριμο πρόσωπο της δεν ήταν εκεί να μου φωνάξει «Καλησπέρα!».
Το παράθυρο κλειστό, κι εγώ έμοιαζα τώρα σαν ταχυδρόμος χωρίς προορισμό.
Οι καλημέρες μου δεν είχαν πια παραλήπτη και ο δρόμος είχε πάψει πια να είναι ζωντανός.
Την τελευταία εβδομάδα έψαχνα τρόπο να μάθω τι συνέβη, μα τρόπο δεν έβρισκα.
Η απρόσωπη μεγάλη πόλη είχε τώρα κερδίσει.
Πόσο με πόναγε αυτό…
Μόλις εχθές έμαθα και επίσημα ότι το παράθυρο της δεν θα ξανανοίξει.
Ή αν ανοίξει, το πρόσωπο της δε θα είναι πια εκεί.
Το τηλεφώνημα που σκεφτόμουν να κάνω αλλά απέφευγα από φόβο για το τι θα ακούσω έγινε και η κυρία Χάιδω, γειτόνισσα και κάτοικος στον ίδιο δρόμο εδώ και 40 χρόνια, μου επιβεβαίωσε την υποψία.
Η γιαγιά του παραθύρου «έφυγε» στα 86 της χρόνια και «έφυγε» χωρίς να ταλαιπωρηθεί.
Κατέβηκα στο δρόμο και στάθηκα έξω από το παράθυρό της.
Ετούτα τα κάγκελα έδειχναν τώρα σαν φυλακή και τα μισοκατεβασμένα ρολά μαρτυρούσαν ότι κάτι διακόπηκε απότομα.
Μέσα στη μεγάλη απρόσωπη πόλη μια ακόμα «καλημέρα» σταμάτησε να ακούγεται. Μα να’ σαι σίγουρη, τη δική μας καλημέρα δε θα την αφήσω να σιγήσει.
Γιατί εγώ αυτές τις Καλημέρες τις αγάπησα. Γιατί οι γειτονιές, οι πόλεις, ο κόσμος ολόκληρος νιώθω πως γίνεται καλύτερος όταν μοιραζόμαστε μια καλημέρα…
Καλημέρα όπου κι αν «είσαι»!
Ο γείτονας σου, Χρήστος.
Christos Daskalakis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου