Συστατικά του τοπίου έλειπαν από τη θέση τους, δεν υπήρχε ουρανός, ούτε δέντρα…
Μου ΄πε «ναι, πάμε». Περπατήσαμε στον δρόμο αγκαζέ. Είχε αρχίσει να βρέχει. Δεν είχα ομπρέλα, έβγαλα το σακάκι μου και μας σκέπασα. Ένιωσα το σώμα της να σφίγγεται πάνω μου. Ένα γκρίζο κουτάβι μας είχε πάρει από πίσω και γάβγιζε. Είχε γίνει μούσκεμα από τη βροχή. Τα δόντια του έτρεμαν. Η Ελένη το σήκωσε στην αγκαλιά της και το πήραμε μαζί. Όταν έβγαλα τα κλειδιά με κοίταξε στα μάτια. Και η Ελένη και το κουτάβι. Το φως της κουζίνας ήταν ανοιχτό, δεν άνοιξα άλλο. Μόνο τα παντζούρια άνοιξα, ν΄ ακούγεται η βροχή. Τα γόνατά της γυμνά να γυαλίζουν. Καθίσαμε στον καναπέ. Το πρόσωπό μου στα χέρια της και ν΄ ανασαίνουμε μαζί. Κι η βροχή να πέφτει. Είπα το όνομά της: Ελένη. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει. Ένιωσα μια ναυτία, μια ζάλη σα να βόμβιζε τριγύρω μου ένα τεράστιο μυρωμένο έντομο. Τα μαλλιά της, βρεγμένα κι ανακατεμένα, της κάλυπταν το πρόσωπο. Σήκωσα μια τούφα από το μέτωπό της και την πήρα στην αγκαλιά μου. Μείναμε έτσι για λίγο ακίνητοι κι ύστερα έσκυψα και τη φίλησα στον λοβό του αυτιού. Απ΄ έξω ακούστηκε ένας συναγερμός. Όταν τέλειωσε είχα φτάσει στην άκρη των χειλιών… και τότε, πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια της και με κοίταξε όπως.. όπως ποτέ μου δεν με είχαν κοιτάξει. Κλείσαμε ταυτόχρονα τα μάτια και βουτήξαμε μέσα εκεί μαζί χωρίς μάσκα να κατεβαίνουμε κάτω όσο μπορούσαμε ν΄ αγγίζουμε ο ένας τον άλλο.
Πέρασε ώρα. Κι έξω έβρεχε, το κουτάβι είχε αποκοιμηθεί σε μια γωνιά, και ήμασταν ευτυχισμένοι.
Ολότελα ευτυχισμένοι. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν μεσάνυχτα.
Μεσάνυχτα σ έναν τέλειο κόσμο.
Aπόσπασμα από το θεατρικό έργο «Μεσάνυχτα σ’ ένα τέλειο κόσμο» του Αλέξη Σταμάτη.
Ithaque » Ανθολόγιο »
Μου ΄πε «ναι, πάμε». Περπατήσαμε στον δρόμο αγκαζέ. Είχε αρχίσει να βρέχει. Δεν είχα ομπρέλα, έβγαλα το σακάκι μου και μας σκέπασα. Ένιωσα το σώμα της να σφίγγεται πάνω μου. Ένα γκρίζο κουτάβι μας είχε πάρει από πίσω και γάβγιζε. Είχε γίνει μούσκεμα από τη βροχή. Τα δόντια του έτρεμαν. Η Ελένη το σήκωσε στην αγκαλιά της και το πήραμε μαζί. Όταν έβγαλα τα κλειδιά με κοίταξε στα μάτια. Και η Ελένη και το κουτάβι. Το φως της κουζίνας ήταν ανοιχτό, δεν άνοιξα άλλο. Μόνο τα παντζούρια άνοιξα, ν΄ ακούγεται η βροχή. Τα γόνατά της γυμνά να γυαλίζουν. Καθίσαμε στον καναπέ. Το πρόσωπό μου στα χέρια της και ν΄ ανασαίνουμε μαζί. Κι η βροχή να πέφτει. Είπα το όνομά της: Ελένη. Τα μάτια της είχαν μισοκλείσει. Ένιωσα μια ναυτία, μια ζάλη σα να βόμβιζε τριγύρω μου ένα τεράστιο μυρωμένο έντομο. Τα μαλλιά της, βρεγμένα κι ανακατεμένα, της κάλυπταν το πρόσωπο. Σήκωσα μια τούφα από το μέτωπό της και την πήρα στην αγκαλιά μου. Μείναμε έτσι για λίγο ακίνητοι κι ύστερα έσκυψα και τη φίλησα στον λοβό του αυτιού. Απ΄ έξω ακούστηκε ένας συναγερμός. Όταν τέλειωσε είχα φτάσει στην άκρη των χειλιών… και τότε, πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια της και με κοίταξε όπως.. όπως ποτέ μου δεν με είχαν κοιτάξει. Κλείσαμε ταυτόχρονα τα μάτια και βουτήξαμε μέσα εκεί μαζί χωρίς μάσκα να κατεβαίνουμε κάτω όσο μπορούσαμε ν΄ αγγίζουμε ο ένας τον άλλο.
Πέρασε ώρα. Κι έξω έβρεχε, το κουτάβι είχε αποκοιμηθεί σε μια γωνιά, και ήμασταν ευτυχισμένοι.
Ολότελα ευτυχισμένοι. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν μεσάνυχτα.
Μεσάνυχτα σ έναν τέλειο κόσμο.
Aπόσπασμα από το θεατρικό έργο «Μεσάνυχτα σ’ ένα τέλειο κόσμο» του Αλέξη Σταμάτη.
Ithaque » Ανθολόγιο »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου